δουλίτσα να υπάρχει


Εμείς οι τελειομανείς πασχίζουμε σε όλα για το τέλειο, κι ας είμαστε οι πρώτοι που πιστεύουμε πως αυτό δεν υπάρχει. Επιλέγουμε, κάθε φορά, να προσεγγίσουμε το καλύτερο επειδή πιστεύουμε πως όλα αξίζουν αυτή τη μέριμνα. Κι έτσι, συσσωρεύονται οι ανασφάλειες.


Όμως, παιδιά, μην το κάνετε αυτό στον εαυτό σας! Πολλή κούραση που πάει ανεκτίμητη από τους πολλούς. Κι όχι μόνο αυτό. Στο τέλος, οι αδαείς την εργατικότητά σας θα την πουν σκέτο ψώνισμα.

Οπότε... δε βαριέσαι μωρέ, δουλίτσα να υπάρχει...


Take Me Coco, των Zap Mama (Zap Mama, 1991)
Μουσική: Céline 'T Hooft / Αυτοσχεδιασμοί: Marie Daulne.

1.000


Τη μέρα που κάποιος θα μ' εμπιστευτεί,
θα 'ναι σα να παίρνω χίλιες εκδικήσεις.



(Υ.Γ.: Ας κάνω, όμως, εγώ την αρχή.)

 

Τα λουλούδια δε μυρίζουν ˙ είναι πλαστικά.


   Κάθε άνθρωπος νοσταλγεί το παρελθόν του και ό,τι αυτό συνεπάγεται και κυρίως γιατί συνδέεται με τα νιάτα του και τα νιάτα είναι η άνοιξη της ζωής. Επίσης υπάρχει και ένας άλλος λόγος που μας κάνει να νοσταλγούμε, είναι αυτό που λέμε κάθε πέρσι και καλύτερα, θέλω να πω με τη διατροφή μας, με τη μόλυνση του περιβάλλοντος, με τη μοναξιά των μεγαλουπόλεων και τόσα άλλα, είναι φυσικό να μας κάνει να νοσταλγούμε το παρελθόν, μια άλλη πιο ανθρώπινη ζωή, πιο φτωχή βέβαια, αλλά πιο πλούσια σε συναισθήματα. Τώρα είναι περισσότερο πλούσια σε υλικά αγαθά, τα οποία όμως συνοδεύονται με άγχος, με πανικό, με ένα σωρό άλλα πράγματα, που δεν ταιριάζουν στον άνθρωπο. […]


   Το όνειρό μου είναι να αφήσουμε έναν καλύτερο κόσμο για τα παιδιά μας, γιατί εγώ πέρασα μια κατοχή, έναν εμφύλιο, μία δικτατορία, φτώχεια, πείνα και τόσα άλλα πράγματα και θα ήθελα να μην τα περάσουν και τα παιδιά μας, να ζήσουν έστω και με λιγότερα υλικά αγαθά, αλλά να ζήσουν πιο πνευματικά τη ζωή τους.  


…είπε ο Σταύρος Κουγιουμτζής (1932-2005)
στη Μελαχροινή Μαρτίδου.
(Σταύρος Κουγιουμτζής, ο αθόρυβος μελωδός,
εφημερίδα Ο ΧΡΟΝΟΣ, 25 Μαΐου 2001)




Ήταν πέντε, ήταν έξι     
(Στίχοι / Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής, Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας, 1974)

Σ’ αγαπούν τόσοι πολλοί. Κι εγώ …


Καμιά φορά,
από φόβο μήπως υπογραμμίσουμε την παρουσία μας…
…τη διαγράφουμε τελείως.

Il y a trop de gens qui t’aiment
(Στίχοι: Christian Vié / Μουσική: Thierry Geoffroy / Ερμηνεία: Hélène Ségara, 1999)

Κι όταν καταφέρεις τους άλλους να μη σε βλέπουν,
έχεις πετύχει μια νίκη που πονάει πολύ.


Τα μηνύματά μας...


Ξέρεις κάτι, αδερφέ μου;

Τα μηνύματά μας τα διαβάζουν μόνο εκείνοι
που δεν τα χρειάζονται.


Photo credits:
 ARIS MESSINIS/AFP/Getty Images

2008 Greek riots

 

Σε κατάσταση REM


Κόκκινη λάσπη. Σηκώνω το βλέμμα, και βλέπω μόνο κόκκινη λάσπη απάτητη. Παντού πηχτή κόκκινη λάσπη και κάποιοι μικροί νερόλακκοι εδώ κι εκεί. Τα παπούτσια μου βουλιάζουν σε κάθε βήμα. Δυσκολεύομαι να τα επαναφέρω για να προχωρήσω παρακάτω, μα δεν αγανακτώ. Συνεχίζω. Το τοπίο αχνίζει. Η γη ιδρώνει, αλλά γιατί; Όσο κι αν προσπαθώ να ερμηνεύσω το φαινόμενο, δεν καταφέρνω να εντοπίσω την αιτία.

Άτομα οικεία με ακολουθούν. Δε γνωρίζω πόσα είναι, ούτε ποιος και ποιος. Δε γυρίζω να κοιτάξω. Αισθάνομαι, ωστόσο, σιγουριά έχοντάς τα λίγες μόλις ανάσες πίσω μου. Ακούω τα βήματά τους που ζυμώνουν τη λάσπη. Γλοιώδης ήχος, μα εύκολα ανεκτός όταν δε συνοδεύεται από την αίσθηση της καταδίωξης.

Κοιτάζω μπροστά. Μπορώ να πω πως το μέρος μού φαίνεται γνωστό. Ναι, το γνωρίζω. Παρόλο που είναι μονάχα μια ευθεία πεδιάδα, έχει εκείνη τη χαρακτηριστική αύρα. Είναι η αλλοτινή κοιλάδα με τους καθρέφτες. Μόνο που δεν είναι πια όπως την είχα αφήσει την τελευταία φορά. Εδώ, στης πόλης την άκρη, όταν είχαμε έρθει κάποτε με τον παππού, υπήρχαν διάσπαρτες κάποιες βίλες. Τώρα τίποτα. Μονάχα ορίζοντας κενός. Δίχως ήλιο ούτε φεγγάρι, ούτε ένα σύννεφο ή ένα πουλί. Ορίζοντας κενός και ματωμένος. Και η κοιλάδα, λασπωμένη. Και θαμμένοι, φαίνεται, οι καθρέφτες που άλλοτε φυτρώναν κάπου εδώ τριγύρω.

Βαδίζω με κόπο μέσα στις λάσπες, και ξέρω ότι κάπου θέλω να πάω. Όμως, δεν ξέρω πού. Και δε βρίσκεται τίποτα μέσα στο οπτικό μου πεδίο που θα μπορούσε ίσως να με προσελκύσει. Κι έπειτα, σκέφτομαι και όλους εκείνους που μ’ ακολουθούν κατά πόδας, ασθμαίνοντας αδιαμαρτύρητα. Μάλλον πιστεύουν πως εγώ τους οδηγώ. Ακούω κάμποσες ανάσες. Δε γυρίζω να κοιτάξω.

Το σώμα μου με πηγαίνει, κι εγώ το εμπιστεύομαι. Ώρα με την ώρα, όμως, η αμφιβολία αρχίζει να κυριεύει το μυαλό μου. Πώς μπορώ να εμπιστευτώ όταν δε γνωρίζω; Πολύ περισσότερο όταν έχω να μεριμνήσω και για κάμποσες απρόσωπες ανάσες ξωπίσω μου. Δε γυρίζω να κοιτάξω, μα μες στο κεφάλι μου αρχίζω να ουρλιάζω για βοήθεια. Είμαι μπροστά ˙ δε μου επιτρέπεται να δηλώσω άγνοια της διαδρομής. Κάποιοι, φαίνεται να με εμπιστεύτηκαν ως εδώ. Μα πού πάω; Ποιοι είναι αυτοί οι κάποιοι που μ’ ακολουθούν; Και γιατί;


Από το πουθενά, ακούω μια βαθιά μειλίχια φωνή να αντηχεί στον κενό ορίζοντα σαν σε κλειστό δωμάτιο:

«Μητσάρα… τράβα το δρόμο σου και μη λογαριάζεις. Μη σκιάζεσαι τίποτε. Δεν είσαι μοναχός σου. Κάποιοι αθρώποι θα σ’ αγαπάνε και θα σ’ ακολουθάνε πάντα. Και μες στες λάσπες, αν χρειαστεί. Στο τέλος θα τηράξεις να ιδείς τι λογιοί είναι. Οι άλλοι, οι λουλάδες που τάχα καμώνονται ότι σ’ αγαπάνε, δε θα βαστήξουνε πολύ. Θα τους πάρει η λάσπη. Στο τέλος θα τηράξεις να ιδείς

Ήταν η φωνή του παππού μου.