Στο φως (Fade into white)






Πάνω του το ‘χε σχεδιάσει.

Ακολουθούσε τα σημάδια.
Ήρεμος όπως οι ημέρες
και άδειος όσο και τα βράδια.

Χαμηλωμένες οι περσίδες.
Το σπίτι μύριζε βενζίνα.
Πήρε μαζί του τη σκιά του
και πήγαν μέχρι την κουζίνα.

Έβαλε μπρίκι στο γκαζάκι
κι όταν φουσκώσαν’ τα όνειρά του,
πάνω στο δάπεδο χυθήκαν’.

Άνθισε ο κόσμος στο βαζάκι,
άρπαξε αμέσως η χαρά του
και όλοι οι φόβοι του χαθήκαν’.

Βγήκε στο φως, κι ήταν λευκός.
Ήταν λευκός.



Όπως δημοσιεύθηκε
στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΛΥΚΟS.

Στα χάδια τα ζεστά…








Το ξέρω πως στον έρωτα θυσία έχεις γίνει,
κι ότι για να μην πικραθώ, κάθε σου λέξη σβήνει.
Γι’ αυτό, δεν ομολόγησες τον μυστικό σου πόνο.
Γι’ αυτό κι εσύ, πάντα μου χάριζες χαμόγελα και μόνο.

Γι’ αυτό, στα χάδια τα ζεστά,
τα χείλη κράτησες κλειστά.



Δε με ποθείς.
Δε με λαχταράς.
Με αγαπάς ως τη μέση.

Μου δίνεις μόνο ό,τι μπορείς.
Όπως μπορείς.

Σα να πρέπει.
Σα να το χρωστάς στην καλοσύνη μου.

Δε μοιραζόμαστε λοιπόν·
παίρνω και παίρνεις.

Ό,τι θα μπορούσες να πάρεις
από τον οποιονδήποτε.

Διστακτικά.
Και όσο γίνεται πιο ανώδυνα.

Μου κάνεις τη χάρη και παίρνεις.

Παίρνεις όσα αντέχεις,
αφού εγώ σου δίνω τα πάντα.


Έχω δεχτεί στο παρελθόν πολλές φορές
άλλα κορμιά – καλύτερα από το δικό σου·
κορμιά με έπαρση,
αλλά γεμάτα επιθυμία.
Για το δικό μου το κορμί.

Κι εκεί, δε μ’ ένοιαζε:
Ήταν κορμιά και μόνο.

Και λειτουργούσα άφοβα κι εγώ.
Τα ανακάλυπτα και τα ξεδιψούσα.


Μ’ εσένα, όμως;
Εσένα εγώ σε θέλησα εξολοκλήρου.
Και την ψυχή σου και το σώμα.

Πες, πώς γίνεται λοιπόν
να μη βλέπεις μέσα μου τη φλόγα;
Αυτή που έβλεπαν εκείνα τ’ άλλα τα κορμιά
που με κρατούσαν πάνω τους
και δε μ’ αφήναν'.


Αν η ψυχή σου έχει κάνει δυο βήματα
πιο κοντά στη δική μου,
τότε γιατί τα χέρια σου ορίζουν
πάνω μου
απαγορευμένες ζώνες;

Γιατί δε σ’ έχω ακόμα
πείσει;

Εγώ…
Που σ’ αγγίζω κάθε φορά
σα να γράφω επάνω σου
την παγκόσμια Ιστορία.



Όπως δημοσιεύθηκε
στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΛΥΚΟS.


Βίκυ Μοσχολιού
& Σταμάτης Κραουνάκης

Τα χείλη κράτησες κλειστά

Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης


Να βγει η αυγή








μένω ως αργά

επαγρυπνώ…

τέλειωσε η μέρα – αρχίζει η μέρα
κι εγώ στη μέση, ασφαλής

με μουσικές και με καπνό
την ώρα της ανατολής
κάτι να φέρει λίγο αέρα επιθυμώ
δεν ησυχάζω…

και τη ζωή καταδικάζω
που αδυνατεί να δώσει λύση

να βγει η αυγή και να μιλήσει
να βγει η αυγή και να μου πει
προς τι του κόσμου η σιωπή


κι άλλο πρωί
διπλό καφέ…

έρχεται η μέρα – φεύγει η μέρα
κι εγώ στη μέση, στο κενό

δε βγάζει κάπου, αδερφέ
τις νύχτες μου έτσι να περνώ
κι όσο με παίρνεις παραπέρα, πόθε κρυφέ
δεν εστιάζω…

ό,τι αγαπώ καταδικάζω
που δεν μπορεί να με κρατήσει

να βγει η αυγή να μ’ αντικρίσει
να βγει η αυγή και να με δει
ποιος την μπορεί τόση ντροπή;



Όπως δημοσιεύθηκε
στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΛΥΚΟS.



Μοναξιά είναι








Μοναξιά είναι όταν δεν ήρθε ποτέ.

Όταν περίμενες να έρθει.


Μα κυρίως, όταν έμαθες πώς
να μην περιμένεις.

Είναι όταν ήρθε, όμως το γνώριζες από πριν
ότι θα ξαναφύγει.


Όταν επέστρεψε, μα θα φοβάσαι πάντα
μήπως σου φύγει πάλι.


Είναι το μονοπάτι – κανείς δεν ξέρει για πού.
Αυτό που μοιράζεστε – κανείς δεν ξέρει για πόσο.

Μοναξιά είναι όταν κανείς
δεν πρέπει να ξέρει.


Τα σώματά σας που ενώθηκαν με επιθυμία πολλή
και με αβεβαιότητα περισσότερη – είναι.

Τα φιλιά που έφτασαν βαθιά
όμως λιγάκι πριν την ψυχή – είναι.


Και παράπονο και ζήλια είναι.


Όταν γυρίζεις σπίτι
ενώ οι άλλοι συνεχίζουν τη νύχτα τους
– αυτό είναι.

Όταν εσύ πεθαίνεις
ενώ οι άλλοι συνεχίζουν να ζουν.

Όταν εσύ πεθαίνεις
και όχι για να ζήσουν οι άλλοι.



Όπως δημοσιεύθηκε
στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΛΥΚΟS.



Μία θεία κοινωνία

























Η γιαγιά σηκώθηκε αξημέρωτα να πιάσει το προζύμι. Εγώ κοιμόμουνα· δεν πήρα χαμπάρι. Με ξεσήκωσε αργότερα η μυρωδιά του ψωμιού έτσι αχνιστό που βγήκε από τον φούρνο. Ήταν κι η πρωινή δροσιά που τρύπωνε από την πόρτα, μαζί με τα κακαρίσματα απ’ το κοτέτσι της διπλανής. Κακάριζαν οι κότες της, κακάριζε κι αυτή… Τα είχε βάλει πάλι με τον κυρ-Μήτσο, που ήτανε λέει σακάτης και προκοπή δεν είδαν τόσα χρόνια· που το ξυλοπόδαρό του μια φορά δεν το πάτησε στην εκκλησία, γι’ αυτό τους είχε λέει ξεχασμένους ο Θεός και δεν τους έδωσε παιδιά. Μα Κυριακή, μέρα Κυρίου σήμερα, έτσι κι αλλιώς θα με ξυπνούσε η γιαγιά νωρίς, να πάμε να με κοινωνήσει.
Κλειδώσαμε την αυλόπορτα, μην περάσουν πάλι οι γύφτισσες και σουφρώσουν ένα ταψάκι ξιδάτες μπάμιες που είχαμε στο περβάζι να λιάζονται. Κατηφορίζοντας, ένα πράμα είχα στο μυαλό μου: να τελειώσει γρήγορα το μυστήριο, να γυρίσουμε σπίτι να φάω μια μεγάλη φέτα μουσκεμένο ψωμί με μπόλικη ζάχαρη επάνω. Συναντήσαμε και τον κακόμοιρο τον Σταματάκη. Αλβανάκι είναι, αβάφτιστο, λέει η γιαγιά, αλλά όταν μας μαζεύτηκαν εδώ πέρα, του βρήκαν πρόχειρα οι γονείς του ένα ελληνικό όνομα. Με κάτι κουρελοπαντέλονα ήταν πάλι. Τι να ‘ξερε αυτός από φρεσκοψημένα καρβέλια και ζάχαρες! Καθαρίστρια η μάνα του. Ερχόταν όμως κορδωτός στην εκκλησία μαζί της. Ο πατέρας του, λέει η γιαγιά, τους παράτησε και γύρισε από ‘κεί που ‘ρθε. Μένουνε λίγο πιο πάνω, σ’ ένα χαμόσπιτο τίγκα στις γάτες. Κι αυτές οι ευλογημένες, έχουν γεμίσει τη γειτονιά γατιά. Είδε κι απόειδε μια μέρα η γιαγιά, βρήκε την τρύπα που πάνε και τα ξεγεννάνε, κι έβγαλε από μέσα μια αγκαλιά νεογέννητα. Τα στρίμωξε σε μια σακούλα και τα ‘φερε σπίτι. Ήταν πολύ μικρά, άτριχα ακόμα, με τα ματάκια κλειστά. Έβαλε σε μια παλιοκατσαρόλα νερό να κάψει και τα ‘ριξε μέσα με τη σακούλα. Έβαλε από πάνω και μια κοτρόνα μην κι ανεβούν στην επιφάνεια. Για κάμποσο καιρό, ησύχασε η γειτονιά.

Ευτυχώς, η λειτουργία δε μου φάνηκε μεγάλη. Σα να τη βιάστηκε ο παππούλης σήμερα. Μετάλαβα… Έβαλα μέσα μου τον Χριστούλη. Και ευχαρίστησα τον Θεό που μ’ έχει καλά· εμένα και τη γιαγιά μου, που μου μαθαίνει να είμαι καλός άνθρωπος και σωστός Χριστιανός.



Όπως δημοσιεύθηκε
στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΛΥΚΟS
(τεύχος 55, σελ. 6 / σε μορφή PDF).