Οι πουτάνες που
γέρασαν, δεν περιμένουν τίποτα. Έχουνε γνώση. Δε βαστούν πια προσδοκίες.
Έχουνε μάθει και καταπίνουν καλά… Πίδακες τις ήττες.
Σιντριβάνια τις συντριβές. Τώρα, δείχνουν υπακοή… Δεν ονειρεύονται.
Οι μέρες τους τελειώνουν, ματσάκια στο πάνω
συρτάρι του κομοδίνου.
Κι όμως, εκείνες δίνουν πάντα κάτι παραπάνω.
Μόνο να δώσουν μπορούν. Κι αυτό τούς είναι κάτι ακριβό. Έτσι το έχουν
αποφασίσει.
Κάθε φορά, ανάμεσα στις
συστολές και τις διαστολές τους, γαντζώνονται πάνω σε μια πλάτη και κοιτάζουν τον
απέναντι τοίχο. Κι αν τις ακούσεις πού και πού ν’ αναστενάζουν, είναι που χάνονται
ξυπόλητες μέσα στις παπαρούνες του Monet. Όχι, δεν
ονειρεύονται. Ούτε αναπολούν. Από το ίδιο κόκκινο βάφουν τα νύχια των ποδιών
τους.
Ύστερα, ανοίγουν άφοβα
όλες τους τις πόρτες. Δεν έχουν τίποτα να χάσουν, αφού τίποτα δεν περιμένουν. Αερίζουν
τα καμαράκια τους. Ξέρουν… Θα μπει και ζέστη˙ θα μπει και κρύο.
Μυρίζουν σαπουνάκι λεμόνι οι πουτάνες που
γέρασαν. Κι αν ψάξεις, θα βρεις λίγη δροσιά κάτω από τις πτυχώσεις τους. Κι
εκείνες θα σου χαμογελάσουν. Χαμογελάνε λίγο πιο εύκολα οι πουτάνες που
γέρασαν, ξέρεις… Τα κιτρινισμένα δόντια τους δε φοβούνται πια μην κιτρινίσουν.
3 σχόλια:
Αστέρι!
(και μουσικάρα)
:)
Πέρασαν πολλά.. τι να τις πτοήσει..
Δημοσίευση σχολίου