Πάνω του το ‘χε σχεδιάσει.
Ακολουθούσε τα σημάδια.
Ήρεμος όπως οι ημέρες
και άδειος όσο και τα βράδια.
Χαμηλωμένες οι περσίδες.
Το σπίτι μύριζε βενζίνα.
Πήρε μαζί του τη σκιά του
και πήγαν μέχρι την κουζίνα.
Έβαλε μπρίκι στο γκαζάκι
κι όταν φουσκώσαν’ τα όνειρά του,
πάνω στο δάπεδο χυθήκαν’.
Άνθισε ο κόσμος στο βαζάκι,
άρπαξε αμέσως η χαρά του
και όλοι οι φόβοι του χαθήκαν’.
Βγήκε στο φως, κι ήταν λευκός.
1 σχόλιο:
Αυτό ήταν εύθυμο μου φαίνεται..
Δημοσίευση σχολίου