Στον Patrice Chéreau (1944-2013)
Άγνωστο μέρος. Πρώτη φορά. den thelo na ksero polla gia sena. me
ftiaxnei to agnosto.
Μια γειτονιά στα γκρίζα, ύστερα από βροχή. Κτίρια ψηλά και κρύα. Προσόψεις που
στάζουν σκουριά. ase me na s’anakalypso. ela tora. opos eisai. Απόγευμα
θολό. Καμένο ξύλο στον αέρα. Και μερικές χωμάτινες ανάσες από τα παρτέρια του
δρόμου. Η άσφαλτος νοτισμένη. Ζωντανή σχεδόν. Μικροσκοπικά λαμπυρίσματα πλάι στο
κάθε βήμα. Περπάτημα γοργό. Τα χέρια στις τσέπες. Το κασκόλ περασμένο στον
λαιμό χαλαρά. ston arithmo 31. to koudouni xoris onoma. Η πόρτα
μεταλλική και σκονισμένη. Ένα σκάσιμο στο πεζοδρόμιο εκεί μπροστά, κι ένα
λουλουδάκι ανάμεσα, λασπωμένο. Κουδούνισμα υπόκωφο. Βήματα αργόσυρτα από την
άλλη πλευρά της πόρτας, όλο και πιο κοντινά. Τρίξιμο της πόρτας και ένα χέρι μέσα
απ’ τα σκοτάδια. Ένας μικρός διάδρομος στα τυφλά, κι ακόμα μία πόρτα. Ξύλινη,
παλιού διαμερίσματος, φθαρμένη. Μη
μιλήσεις. Μη μου το χαλάσεις. Τα ρούχα αμέσως, ένα-ένα όλα στο πάτωμα, εκεί,
πίσω από την κλεισμένη πόρτα. Και το πρόσωπο ξαφνικά κολλημένο πάνω στην πόρτα.
Με μόνη θέα τις κερωμένες επιφάνειες ενός σερβάν, κάτω από το κιτρινωπό φως
ενός πορτατίφ κάπου στο βάθος. Το χέρι εκείνο, τώρα φερμένο στο στόμα. Χέρι ευγενικό.
Μυρωδιά από βερνίκι παπουτσιών και after-shave. Χέρι για φίλημα ή για δάγκωμα. Το
άλλο χέρι, από πίσω. Βυθισμένο στο εσώρουχο. Τώρα θα σε μάθω εγώ. Ψιθυριστά και αδιαπραγμάτευτα. Μια ζώνη που λύνεται.
Ένα φερμουάρ που κατεβαίνει. Άχνες κοφτές πάνω στην ξύλινη πόρτα. Γονάτισμα
αργό ως το μωσαϊκό, πάνω στο σωριασμένο παλτό. Κουνήσου κι εσύ λιγάκι να σε νιώσω. Έτσι... Έτσι μπράβο. Άχνες
κοφτές που γίνονται όλο και πιο γρήγορες. Ώσπου να γυρίσουν τα μάτια. Θάμπωμα.
Δέκα λεπτά μετά, μια αναπνοή, μες
στο σκοτάδι, χωρίς λόγια, χωρίς αναγνωρίσεις, ανέβασμα του εσώρουχου, του
παντελονιού, του κορμού και πάλι έξω απ’ την πόρτα, στον σκοτεινό διάδρομο, με
το τσαλακωμένο παλτό να μπαίνει μανίκι το μανίκι και το κασκόλ να δένεται και πάλι
γύρω από τον ήδη ζεσταμένο λαιμό. Το τρίξιμο της μεταλλικής πόρτας που ανοίγει.
Και βγάζει σε μια πόλη που μυρίζει σήψη σαλιγκαριών. Η νύχτα που έχει μόλις ξεκινήσει.
Τα πρώτα φώτα. Ο κόσμος στον δρόμο. Η ίδια ραγισματιά στο πεζοδρόμιο. Και το
ίδιο λουλουδάκι ανάμεσα. Ποδοπατημένο. Κι ένα ζευγαράκι νεαρών που πέρασε, άφησε
πίσω του το ανδρόγυνο άρωμά του, και ανεβαίνει τώρα αγκαλιασμένο την ανηφόρα
του προς το φεγγάρι.
Όπως δημοσιεύθηκε στο
2 σχόλια:
Καλά Χριστούγεννα αγορίνα μου. Ο,τι επιθυμείς :)
Καλά Χριστούγεννα, Mahler μου! :-)
Δημοσίευση σχολίου