χελιδονάκι μου







μη μου φοβάσαι, χελιδονάκι μου

θα σ’ αγαπάω κι όταν βρέχει

με τον κακό καιρό

θα σ’ αγαπάω όπως πρέπει

θα σ’ αγαπάω από ‘δώ

όσο μπορείς και μπορώ



( Καλό σου ταξίδι... )






«Εγώ, αυτός είμαι!»







Φίλε, το «Εγώ, αυτός είμαι!» θα σε καταδικάσει σε αιώνια μοναξιά. Ψηλή μοναξιά. Συμπαγή. Αυτή που χτίζεται τώρα στα πόδια σου και θα τη δεις αργότερα να σε κυκλώνει. Όταν θα ‘χουν πέσει πια όλα τα φιλαράκια σου.

Γιατί δε θα ‘χουν πάρει τίποτα από τις ρίζες σου. Δε θα τους έχεις δώσει ουσία να σ’ ομορφαίνουν.



Η συνύπαρξη θέλει μια τόση δα αυτοθυσία… Μια μικρή υπόκλιση προς τον Άλλο. Εκεί είναι ο ηρωισμός σου.

Και, αλίμονο, μη δώσεις χώρο˙ μη φιλοξενήσεις τον Άλλο στον κόσμο σου, αν δεν έχεις την έννοια να μπεις κι εσύ στον δικό του.



Κι εγώ που σου τα λέω τώρα αυτά, μπορεί να είμαι ένα διψασμένο φιλαράκι, έτοιμο να κοπεί.







Οι πουτάνες που γέρασαν.







Οι πουτάνες που γέρασαν, δεν περιμένουν τίποτα. Έχουνε γνώση. Δε βαστούν πια προσδοκίες.

Έχουνε μάθει και καταπίνουν καλά… Πίδακες τις ήττες. Σιντριβάνια τις συντριβές. Τώρα, δείχνουν υπακοή… Δεν ονειρεύονται.

Οι μέρες τους τελειώνουν, ματσάκια στο πάνω συρτάρι του κομοδίνου.

Κι όμως, εκείνες δίνουν πάντα κάτι παραπάνω. Μόνο να δώσουν μπορούν. Κι αυτό τούς είναι κάτι ακριβό. Έτσι το έχουν αποφασίσει.

Κάθε φορά, ανάμεσα στις συστολές και τις διαστολές τους, γαντζώνονται πάνω σε μια πλάτη και κοιτάζουν τον απέναντι τοίχο. Κι αν τις ακούσεις πού και πού ν’ αναστενάζουν, είναι που χάνονται ξυπόλητες μέσα στις παπαρούνες του Monet. Όχι, δεν ονειρεύονται. Ούτε αναπολούν. Από το ίδιο κόκκινο βάφουν τα νύχια των ποδιών τους.

Ύστερα, ανοίγουν άφοβα όλες τους τις πόρτες. Δεν έχουν τίποτα να χάσουν, αφού τίποτα δεν περιμένουν. Αερίζουν τα καμαράκια τους. Ξέρουν… Θα μπει και ζέστη˙ θα μπει και κρύο.

Μυρίζουν σαπουνάκι λεμόνι οι πουτάνες που γέρασαν. Κι αν ψάξεις, θα βρεις λίγη δροσιά κάτω από τις πτυχώσεις τους. Κι εκείνες θα σου χαμογελάσουν. Χαμογελάνε λίγο πιο εύκολα οι πουτάνες που γέρασαν, ξέρεις… Τα κιτρινισμένα δόντια τους δε φοβούνται πια μην κιτρινίσουν.