Αποχαιρετισμοί.








Μισώ τους αποχαιρετισμούς.

Μόλις γνωρίζομαι με κάποιον,
αποχαιρετιζόμαστε προκαταβολικά.

Έτσι, στο τέλος,
μένει να πούμε μόνο ένα «γεια».







Δε θα σε σκέφτομαι.








Κάποτε, θα κάνουμε έρωτα και με τα κορμιά μας.
Θα πηδηχτούμε unplugged.
Σκέτο θυμικό.
Χωρίς λογισμικό ανάμεσά μας.
Χωρίς κανέναν προγραμματισμό.

Θα σπάσω τους κώδικες της ευαισθησίας σου.
Θα σκληρύνω μαζί σου.
Και θα συνδεθούμε live.

Θα σ’ έχω σ’ όλες τις διαστάσεις σου.
Με σάλια, τρίχες και ιδρώτα.
Δε θα σε σκέφτομαι.
  
Δε θα μετρώ τα pixels στη ματιά σου.
Και τα caps lock σου, επιτέλους θα τ’ ακούω.

Θα σε δω να κοκκινίζεις και να θερμαίνεσαι.
Θα σε πιάνω και θα σ’ αφήνω.
Θα σε κρατώ.

Θα φοβάσαι το αίμα μου κι εγώ το δικό σου.







Τελευταίες αισθήσεις





Εντάξει, έχω βολευτεί καλά. Τα πόδια μου είναι ίσια κάτω απ’ την κουβέρτα. Δεν είναι τίποτα˙ σε λίγο θα κοιμάμαι. Θα παίξω για λίγο με το σωληνάκι μου κι ούτε που θα το καταλάβω. Καλύτερα να συγκεντρωθώ στον ήχο του μόνιτορ. Μπιπ – μπιπ – μπιπ… Πόσα μπιπ έχω μετρήσει ως τώρα; Θ’ απασχολήσω τα χέρια μου μ’ αυτή τη… βελόνα; Τι δουλειά έχει στα χέρια μου αυτή η βελόνα πλεξίματος; Να δεις, από το φάρμακο θα ‘ναι. Θα την κρατήσω στο στήθος, οριζόντια… Νά, έτσι. Νικημένος αρσιβαρίστας. Τι κάνω, μωρέ; Ανοησίες της τελευταίας ώρας. Στάσου, σα να μουδιάζει το χέρι μου σιγά-σιγά. Πρέπει να βρω καλύτερη στάση γρήγορα, πριν σκοτεινιάσει το μυαλό μου. Κάτι να δείχνει ευγνωμοσύνη, ας πούμε. Τ’ αριστερό χέρι κολλημένο στον κορμό, και η δεξιά παλάμη μαλακά πάνω στο μέρος της καρδιάς. Χριστέ μου, πόσα μπιπ να ‘χω ακόμα;...

Είναι κανείς εδώ;
Νοσοκόμα!
Ένας γιατρός! Βοήθεια!
Χρειάζομαι κάποιον!

Η πόρτα ευθεία μπροστά ανοίγει απότομα-αργά. Το δωμάτιο φωτίζεται έντονα από το κίτρινο φως του διαδρόμου. Μια παχουλή νοσοκόμα, ντυμένη στα γαλάζια, τρέχει μέσα με αργούς ρυθμούς. Έρχεται αριστερά μου να ελέγξει το σακουλάκι μου. Από πίσω της, ο αναισθησιολόγος. Φτάνει με μεγάλες κινήσεις σε διπλό χρόνο. Μεγαλόσωμος και σχεδόν φαλακρός. Το μέτωπό του γυαλίζει. Δείχνει ανήσυχος που με βλέπει ακόμα ξύπνιο και ζωηρό.

Πού είναι οι γονείς μου; Πού είναι οι φίλοι μου; Γιατί μ’ αφήνετε να πεθάνω μόνος μου; Δεν μπορεί να μην υπάρχει θεραπεία! Τι έχω, τέλος πάντων;

– Οι καρποί σου αγκαλιάζουν τους τάφους σου.

Κάντε κάτι να με σώσετε. Δώστε μου κάποιο αντίδοτο. Άλλαξα γνώμη. Ας πεθάνω ξαφνικά, κάπου ανάμεσα στον κόσμο. Δε γίνεται;

– Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να διπλασιάσω τη δόση. Θα τελειώσεις πιο γρήγορα.

Φωνάξτε γρήγορα τους δικούς μου να με προλάβουν. Μην πεθάνω μόνος μου.


Αναισθησιολόγος και νοσοκόμα εξαφανίζονται. Μόνος και πάλι. Από τον διάδρομο αρχίζει ν’ ακούγεται μια ακαθόριστη μουσική. Η πόρτα ανοίγει ξανά και μπαίνει μέσα ένας άγνωστος νεαρός μ’ ένα ραδιοφωνάκι στο χέρι. Έρχεται και κάθεται στο κρεβάτι, πλάι στον δεξιό μου ώμο.

– Τι γίνεται, φίλε μου; Ήρθαμε να σου κάνουμε λίγη παρέα.

Είναι άλλος ένας μαζί του. Πιο κοντός. Εκείνος δεν πολυπλησιάζει. Στέκεται κοντά στην πόρτα.

Σας παρακαλώ, φύγετε. Γρήγορα.

– Πώς είσαι;

Καλά είμαι, αλλά φύγετε αμέσως!

Πώς λες σε δυο ανυποψίαστους ανθρώπους ότι θα σβήσεις από στιγμή σε στιγμή μπροστά στα μάτια τους; Κι αυτή η χαρά τους, αυτό το χαμόγελο μού δίνει στα νεύρα! Αυτή η φιλικότητα από το πουθενά. Κι αυτή η χαρούμενη μουσική που παίζει ασταμάτητα, σα να μη συμβαίνει τίποτα…
Πού είναι οι δικοί μου φίλοι; Όλοι στις δουλειές τους; Οι γονείς μου, γιατί περιμένουν στην καφετέρια του νοσοκομείου;

Κι εγώ γιατί πεθαίνω
όταν έχω ακόμη τόσους χαμογελαστούς ανθρώπους
να γνωρίσω;


Μια αλλιώτικη πίκρα στο στόμα,
ένα ανεξήγητο δάκρυ κάτω απ’ τα μάτια
και μια περίεργη,
ξένη ζεστασιά στις παλάμες.






Μιαν ημέρα…






Μιαν ημέρα, εν να στραφείς.

Εν να ‘σιεις ήλιον στην καρκιάν
τζιαι τη βροσιήν στα μάθκια.

Εσύ, πουλλίν που τζηλαδείς
ακόμα μες στ’ αγκάθκια.

Μιαν ημέρα, εν να στραφείς…

«Μπορεί» εν έσιει. Μήτε «Αν».