Happy ending



Άσε με να σε πειράξω λίγο...


Να σε κρατήσω λίγο από τη μέση.
Να σε γαργαλήσω.
Να δω ξαφνικά να λάμπεις.


Να χαϊδέψω τον λαιμό σου. Ανύποπτα,
κάτω από τα λυμένα μαλλιά σου.


Να βυθιστώ στο πλεκτό που φοράς.
Να με ζεστάνει η μυρωδιά σου.


Ένα φιλάκι στη σκάλα του μετρό.
Ένα σκαλί πάνω εσύ,
ένα σκαλί κάτω εγώ.


Να κάνω επιτέλους κάτι τρελό για χάρη σου...


Θέλεις
να βγάλω ήλιο
 από τις τσέπες μου;



Τι;
Που είμαστε... φίλοι;

Κι οι δυο ελεύθεροι δεν είμαστε;

Το πολύ-πολύ να ερωτευτούμε.



The end.



(Μείνετε μαζί μας. Ακολουθεί περιπέτεια με τον Chuck Norris.)



Μιας χρήσεως...;


‎Υπάρχουν τα βλέμματα όσων συναντάμε,
κι εκείνα όσων κατοικούμε.
Πριν ακόμη προλάβω να δω,
εγώ έκλεισα κιόλας τα μάτια. [...]
Σπάσαμε τα κεφάλια μας και τις καρδιές μας
με τόσο μεγάλη επιδεξιότητα.
Πνίξαμε τα μάτια μας στο δάκρυ,
προφασιζόμενοι τη μέθη.
ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ μιλούν για τον εαυτό τους
πριν γνωριστούν.
Τα δικά μας προσποιήθηκαν ως το τέλος,
μέσα από ψεύτικες υποσχέσεις.





Μη με υποτιμάς. Δεν είσαι υπεράνω.

Γιατί εγώ παραδέχομαι πως φοβάμαι

την αίσθηση του χρησιμοποιημένου.






Tous les visages, Pierre Lapointe
Στίχοι / Μουσική: Pierre Lapointe


Μέσα στη βροχή.





Συνωστισμός.
Σα να τρέχουν όλοι να βγουν απ' αυτόν τον κόσμο.


Κι επειδή υπήρξες,
εγώ βαδίζω νικητής μέσα στη βροχή.

Κοιτάζω ευθεία μπροστά.
Σαν αποφασισμένος.


- Όταν βρέχει, εγώ θέλω να βρέχομαι. -


Κι αφήνω να βραχώ ως την ψυχή.

Από 'κει, δε σε ξεπλένει τίποτα.


Και στο χαμό του κόσμου, μαζί σας θα 'μαι,
καθησυχάζω τους πολλούς.


Μόνο επειδή υπήρξες,
αισθάνομαι δυνατός.


Δυνατός
για την τύχη ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Έρως - Θάνατος




Ένας άνεμος ερωτικός φυσάει απάνω στη Γης, ίλιγγος κυριεύει όλα τα ζωντανά και σμίγουν στη θάλασσα, στις σπηλιές, στον αγέρα, κάτω από το χώμα, μεταγγίζοντας από κορμί σε κορμί μια μεγάλη ακατανόητη αγγελία.



Μάχη.



Μια αγκαλιά.
Και θες να λιώσεις τον άλλο μέσα σου.

 
Ένα φιλί.
Και θες να ρουφήξεις όλη του την ψυχή.



Επικράτηση.



Ώσπου να γίνει ο άλλος εσύ.

 
Ή -έστω- εσύ να γίνεις ο άλλος.



Ανάλωση.



Οτιδήποτε λιγότερο δεν αρκεί.



Αγάπα το σώμα σου ˙ μονάχα με αυτό στη Γης ετούτη μπορείς να παλέψεις και να πνεματώσεις την ύλη.
Αγάπα την ύλη ˙ απάνω της πιάνεται ο Θεός και πολεμάει. Πολέμα μαζί Του.
Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα. Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ‘σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.
Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;» Πολέμα!

(Ασκητική. Salvatores Dei, Νίκος Καζαντζάκης)



κρεβατοκάμαρα


 
Γεια σου.

Πέρασε.

Η κρεβατοκάμαρα είναι
δεύτερη πόρτα δεξιά.

Γδύσου και κλάψε.

Έρχομαι.



Τα γένια.


Σε είχα ονειρευτεί.

Όπως, παιδί, τα γένια που 'χω τώρα.




Κι είσαι κι εσύ


όπως τα γένια που 'χω τώρα.


 

Μια δυσαναλογία. 
























Μα κάθε μέρα,

όλο κι από λίγο,

εσύ


μέσα από 'μένα θα φυτρώνεις...



Και κάθε μέρα,


όλο και πιο πολύ,

εγώ

θα φοβάμαι του χρόνου το ξύρισμα.




Χαζό πράμα ο έρωτας.






Πώς ν' αξιολογήσω την ανάγκη μου να είσαι 
μόνο για 'μένα;
Να μην έχεις παρτίδες με άλλους.
Και πώς να τη χειραγωγήσω;

Εσύ είσαι για να μοιράζεσαι,
κι εγώ όχι για να παρακαλώ.
Έχω και μια λογική. Έναν εγωισμό, που να πάρει!

Μου μένει όμως η ανάγκη.
Πέρα από κάθε λογική.

Ποια λογική άλλωστε;
Αντιγνωμείς, και καταρρέουν όλα μου τα στερεώματα.
Και πώς μ' αρέσει...
Είναι ωραία να βλέπεις τον ρεαλισμό σου να γκρεμίζεται.

Και ποιος μαλάκας πετάχτηκε πρώτος και είπε «έρωτας»;

Θα 'θελα πολύ να σε γνώριζε ένας φίλος μου…
Ο Σίγκμουντ.
Όμως, είχε περίεργες ιδέες. Και πέθανε.



Είναι χαζό πράμα ο έρωτας. 
Όταν δεν είναι πράξη.

Να, για παράδειγμα, με σκέφτομαι στο μπάνιο σου να ρίχνω λίγο πρωινό νερό στο πρόσωπό μου. Εσύ πλησιάζεις και με κοιτάς μέσα από τον καθρέφτη. Χαμογελάς… – Δεν έχω πιο πολλά. Έτσι συνήθισα. Παντού όπου ονειροβατήσω, με καταδιώκει ένας καθρέφτης. Να 'ταν αλλιώς, θα γύριζα και θα σε φιλούσα χωρίς έλεος.



Ψεύτης καιρός για λίγη παραπάνω αλήθεια.

Και δε με ανησυχούν όσα θα σβήσω από αυτά που γράφω, αλλά όσα δεν τολμώ ακόμη και να τα γράψω για να τα σβήσω μετά.



Και πόσο ασήμαντα όλα, τώρα που είδα πως τυχαίο δεν υπάρχει.

Όλα ήτανε να γίνουν.



Και ποιο μακρύ ταξίδι θα με έκανε να ξεχάσω;
Όπου κι αν πάω, ο ήλιος αρπακτικό.
Προαιώνια κατάρα, ο ήλιος. – Ουδέν κρυπτόν.
Κι ό,τι φοβάμαι, εγώ το σέβομαι.



Όσο περιμένω μήνυμά σου, σκέφτομαι την απάντηση που θα σου στείλω.
Κανείς δεν είπε ότι θα στείλεις, όμως εγώ περιμένω.



Μ' αρέσει να με ξεχνάω όταν σε παρακολουθώ να μιλάς και να πάλλεσαι.
Δε μ' αρέσει που εσύ το ξέρεις.
Δε θέλω να ξέρεις ότι μπορείς ακόμη και να με ελέγξεις.
Αλλά, σε παρακαλώ, συνέχισε να το κάνεις...


Με την ευκαιρία, να σου πω: Δε με νοιάζει καθόλου αυτό το Κράτος. Δε με νοιάζει η Ελλάδα. Δεν την ξέρω αρκετά για να με νοιάζει. Ούτε εκείνοι που την κυβερνούν για χάρη μου την ξέρουν. Εγώ δε διάλεξα τίποτα. Δεν έκανα κανέναν. Εμένα με νοιάζουν μόνο εκείνοι όσους γνωρίζω. Ή που θέλω διακαώς να μάθω. Ας μην ξαναμιλήσουμε λοιπόν για την Ελλάδα. Ζούμε άλλωστε σε κόσμους πολύ πιο όμορφους από μια χώρα που καίγεται κάθε καλοκαίρι και αγνοείται κάθε χειμώνα.



Ας μιλήσουμε για 'σένα...




Όταν γεννήθηκες...



Όταν γεννήθηκες, φυτέψαμε ένα δέντρο.

Ζω για να το ποτίζω, να το κλαδεύω,
να το σκιάζω, να το υποστηρίζω...

Εσύ είσαι ελεύθερος.




on s'oublie / ξεχνιόμαστε



Η Αντέλ

Πώς θα γίνει;
Θα δώσουμε το χέρι...;
Θα φιληθούμε...;


Ο Γκαμπόρ

Θα ξεχαστούμε.


Η Αντέλ

Δεν υπόσχομαι τίποτα.


 
Adèle
On fait comment?
On se sert la main...?
On s'embrasse...?

Gabor
On s'oublie.

Adèle
Je vous promets rien.




La fille sur le pont, Patrice Leconte (1999)   
Scénario / Σενάριο: Serge Frydman.  
Photographie / Φωτογραφία: Jean-Marie Dreujou.  


κάτω από μια μηλιά




Κάτσαμε οι δυο μας κάτω από μια μηλιά, πλάτη με πλάτη, μες στη σιωπή των μήλων.




Ύστερα έγινε μεσημέρι, έπειτα σούρουπο, και μόλις φάνηκαν τα πρώτα φώτα του αντικρινού χωριού, σηκωθήκαμε, ανταλλάξαμε χειραψία, χαίρω πολύ που μου επιτρέψατε να σας ακούσω, και φύγαμε ο καθένας από τη μεριά του.
 
 
 
Η άνοιξη είχε προχωρήσει ένα βήμα.






(Προοικονομία)


Τι να τους εξηγήσω;
Θα με περάσουν για ευτυχισμένο.


 

Και για να φτάσω ως εσένα,
περπάτησα σύννεφα και σύννεφα.



 

Μα όσο πιο ψηλά... τόσο πιο βαθιά μετά. (Προοικονομία)
 




 Σαν τους λαμπτήρες που καίγονται άξαφνα
μες σε μια νύχτα.

Έτσι η καρδιά μου, αν την αφήσω απόψε
να χτυπήσει όσο μου το ζητάει.

Ξέρω, θα φώτιζε τα πάντα.

Γι' αυτό το λίγο έστω.






(Έτοιμες πάντα να θυσιαστούν οι καρδιές.)