δουλίτσα να υπάρχει


Εμείς οι τελειομανείς πασχίζουμε σε όλα για το τέλειο, κι ας είμαστε οι πρώτοι που πιστεύουμε πως αυτό δεν υπάρχει. Επιλέγουμε, κάθε φορά, να προσεγγίσουμε το καλύτερο επειδή πιστεύουμε πως όλα αξίζουν αυτή τη μέριμνα. Κι έτσι, συσσωρεύονται οι ανασφάλειες.


Όμως, παιδιά, μην το κάνετε αυτό στον εαυτό σας! Πολλή κούραση που πάει ανεκτίμητη από τους πολλούς. Κι όχι μόνο αυτό. Στο τέλος, οι αδαείς την εργατικότητά σας θα την πουν σκέτο ψώνισμα.

Οπότε... δε βαριέσαι μωρέ, δουλίτσα να υπάρχει...


Take Me Coco, των Zap Mama (Zap Mama, 1991)
Μουσική: Céline 'T Hooft / Αυτοσχεδιασμοί: Marie Daulne.

1.000


Τη μέρα που κάποιος θα μ' εμπιστευτεί,
θα 'ναι σα να παίρνω χίλιες εκδικήσεις.



(Υ.Γ.: Ας κάνω, όμως, εγώ την αρχή.)

 

Τα λουλούδια δε μυρίζουν ˙ είναι πλαστικά.


   Κάθε άνθρωπος νοσταλγεί το παρελθόν του και ό,τι αυτό συνεπάγεται και κυρίως γιατί συνδέεται με τα νιάτα του και τα νιάτα είναι η άνοιξη της ζωής. Επίσης υπάρχει και ένας άλλος λόγος που μας κάνει να νοσταλγούμε, είναι αυτό που λέμε κάθε πέρσι και καλύτερα, θέλω να πω με τη διατροφή μας, με τη μόλυνση του περιβάλλοντος, με τη μοναξιά των μεγαλουπόλεων και τόσα άλλα, είναι φυσικό να μας κάνει να νοσταλγούμε το παρελθόν, μια άλλη πιο ανθρώπινη ζωή, πιο φτωχή βέβαια, αλλά πιο πλούσια σε συναισθήματα. Τώρα είναι περισσότερο πλούσια σε υλικά αγαθά, τα οποία όμως συνοδεύονται με άγχος, με πανικό, με ένα σωρό άλλα πράγματα, που δεν ταιριάζουν στον άνθρωπο. […]


   Το όνειρό μου είναι να αφήσουμε έναν καλύτερο κόσμο για τα παιδιά μας, γιατί εγώ πέρασα μια κατοχή, έναν εμφύλιο, μία δικτατορία, φτώχεια, πείνα και τόσα άλλα πράγματα και θα ήθελα να μην τα περάσουν και τα παιδιά μας, να ζήσουν έστω και με λιγότερα υλικά αγαθά, αλλά να ζήσουν πιο πνευματικά τη ζωή τους.  


…είπε ο Σταύρος Κουγιουμτζής (1932-2005)
στη Μελαχροινή Μαρτίδου.
(Σταύρος Κουγιουμτζής, ο αθόρυβος μελωδός,
εφημερίδα Ο ΧΡΟΝΟΣ, 25 Μαΐου 2001)




Ήταν πέντε, ήταν έξι     
(Στίχοι / Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής, Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας, 1974)

Σ’ αγαπούν τόσοι πολλοί. Κι εγώ …


Καμιά φορά,
από φόβο μήπως υπογραμμίσουμε την παρουσία μας…
…τη διαγράφουμε τελείως.

Il y a trop de gens qui t’aiment
(Στίχοι: Christian Vié / Μουσική: Thierry Geoffroy / Ερμηνεία: Hélène Ségara, 1999)

Κι όταν καταφέρεις τους άλλους να μη σε βλέπουν,
έχεις πετύχει μια νίκη που πονάει πολύ.


Τα μηνύματά μας...


Ξέρεις κάτι, αδερφέ μου;

Τα μηνύματά μας τα διαβάζουν μόνο εκείνοι
που δεν τα χρειάζονται.


Photo credits:
 ARIS MESSINIS/AFP/Getty Images

2008 Greek riots

 

Σε κατάσταση REM


Κόκκινη λάσπη. Σηκώνω το βλέμμα, και βλέπω μόνο κόκκινη λάσπη απάτητη. Παντού πηχτή κόκκινη λάσπη και κάποιοι μικροί νερόλακκοι εδώ κι εκεί. Τα παπούτσια μου βουλιάζουν σε κάθε βήμα. Δυσκολεύομαι να τα επαναφέρω για να προχωρήσω παρακάτω, μα δεν αγανακτώ. Συνεχίζω. Το τοπίο αχνίζει. Η γη ιδρώνει, αλλά γιατί; Όσο κι αν προσπαθώ να ερμηνεύσω το φαινόμενο, δεν καταφέρνω να εντοπίσω την αιτία.

Άτομα οικεία με ακολουθούν. Δε γνωρίζω πόσα είναι, ούτε ποιος και ποιος. Δε γυρίζω να κοιτάξω. Αισθάνομαι, ωστόσο, σιγουριά έχοντάς τα λίγες μόλις ανάσες πίσω μου. Ακούω τα βήματά τους που ζυμώνουν τη λάσπη. Γλοιώδης ήχος, μα εύκολα ανεκτός όταν δε συνοδεύεται από την αίσθηση της καταδίωξης.

Κοιτάζω μπροστά. Μπορώ να πω πως το μέρος μού φαίνεται γνωστό. Ναι, το γνωρίζω. Παρόλο που είναι μονάχα μια ευθεία πεδιάδα, έχει εκείνη τη χαρακτηριστική αύρα. Είναι η αλλοτινή κοιλάδα με τους καθρέφτες. Μόνο που δεν είναι πια όπως την είχα αφήσει την τελευταία φορά. Εδώ, στης πόλης την άκρη, όταν είχαμε έρθει κάποτε με τον παππού, υπήρχαν διάσπαρτες κάποιες βίλες. Τώρα τίποτα. Μονάχα ορίζοντας κενός. Δίχως ήλιο ούτε φεγγάρι, ούτε ένα σύννεφο ή ένα πουλί. Ορίζοντας κενός και ματωμένος. Και η κοιλάδα, λασπωμένη. Και θαμμένοι, φαίνεται, οι καθρέφτες που άλλοτε φυτρώναν κάπου εδώ τριγύρω.

Βαδίζω με κόπο μέσα στις λάσπες, και ξέρω ότι κάπου θέλω να πάω. Όμως, δεν ξέρω πού. Και δε βρίσκεται τίποτα μέσα στο οπτικό μου πεδίο που θα μπορούσε ίσως να με προσελκύσει. Κι έπειτα, σκέφτομαι και όλους εκείνους που μ’ ακολουθούν κατά πόδας, ασθμαίνοντας αδιαμαρτύρητα. Μάλλον πιστεύουν πως εγώ τους οδηγώ. Ακούω κάμποσες ανάσες. Δε γυρίζω να κοιτάξω.

Το σώμα μου με πηγαίνει, κι εγώ το εμπιστεύομαι. Ώρα με την ώρα, όμως, η αμφιβολία αρχίζει να κυριεύει το μυαλό μου. Πώς μπορώ να εμπιστευτώ όταν δε γνωρίζω; Πολύ περισσότερο όταν έχω να μεριμνήσω και για κάμποσες απρόσωπες ανάσες ξωπίσω μου. Δε γυρίζω να κοιτάξω, μα μες στο κεφάλι μου αρχίζω να ουρλιάζω για βοήθεια. Είμαι μπροστά ˙ δε μου επιτρέπεται να δηλώσω άγνοια της διαδρομής. Κάποιοι, φαίνεται να με εμπιστεύτηκαν ως εδώ. Μα πού πάω; Ποιοι είναι αυτοί οι κάποιοι που μ’ ακολουθούν; Και γιατί;


Από το πουθενά, ακούω μια βαθιά μειλίχια φωνή να αντηχεί στον κενό ορίζοντα σαν σε κλειστό δωμάτιο:

«Μητσάρα… τράβα το δρόμο σου και μη λογαριάζεις. Μη σκιάζεσαι τίποτε. Δεν είσαι μοναχός σου. Κάποιοι αθρώποι θα σ’ αγαπάνε και θα σ’ ακολουθάνε πάντα. Και μες στες λάσπες, αν χρειαστεί. Στο τέλος θα τηράξεις να ιδείς τι λογιοί είναι. Οι άλλοι, οι λουλάδες που τάχα καμώνονται ότι σ’ αγαπάνε, δε θα βαστήξουνε πολύ. Θα τους πάρει η λάσπη. Στο τέλος θα τηράξεις να ιδείς

Ήταν η φωνή του παππού μου.



Οι υπνοβάτες...

...τι ευλογημένοι, οι υπνοβάτες!

Αυτοί οι ανήσυχοι υπναράδες.


Κάνουν τα πάντα, χωρίς ωστόσο να χάνουν
τον ύπνο τους.



Adagio


Ξεχύνεται κίτρινο σκοτάδι φεγγαρίσιο, πάνω σε έπιπλα και δάπεδα και τοίχους. Και πλημμυρίζει το δωμάτιο μεμιάς. Και επιπλέει το κρεβάτι μου. Αστράφτει έξω, πού και πού, λάμψεις διερχόμενων αυτοκινήτων. Μια καταιγίδα υπόκωφη.

Συνωστισμός στο μυαλό μου. Λόγια που από βραδύς κάνουν ουρά για να επισκεφθούν, πρώτα, τη νέα μέρα. Γριές εικόνες που δε βρήκαν θέση σε κάποιο παραμύθι, παραγκωνίζονται τώρα για μια τελευταία ευκαιρία επικράτησης. Και ένα ολόκληρο πέλαγος φωνές ˙ που δε ζητούν να πάρουν τον λόγο ˙ που καπελώνει αναιδώς η μία την άλλη ˙ ρωτούν και απαντούν και απαιτούν και επαιτούν. Απλώνουν χέρια να πιαστούν, γίνονται αφρός, κι ύστερα αποτραβιούνται ξανά μες στον υποσυνείδητο πυθμένα. Με κάνουν, κάθε τόσο, να μεταμελούμαι για άστοχους σχεδιασμούς μου και για τα άθελά-μου-πεπραγμένα (που, πάει, έχουν γίνει πια) ˙ να μεταμελούμαι ενίοτε και για όσα συνιστούν εκείνες τις πολύτιμες αμοιβαίες υποχωρήσεις που ονομάζουμε «φιλίες».
Κι εγώ μάχομαι να συντονίσω τους παφλασμούς της διανοητικής μου θαλασσοταραχής με το τικ-τακ του ρολογιού που επαγρυπνεί στον τοίχο. Να επιβάλω, έτσι, λίγο-λίγο τη σιωπή στις μανιασμένες φωνές. Και φαίνεται το κόλπο μου να πιάνει. Εκείνες καθηλώνονται από τον μετρονόμο χρόνο, και βαυκαλίζονται γλυκά στον ρυθμό του. Και το ρολόι επιβραδύνει διαρκώς την εκτέλεσή του… Adagio. Σαν κάποιος να κρεμάστηκε απ’ τον δευτερολεπτοδείκτη. Και οι φωνές καταλαγιάζουν βαθμιαία. Ώσπου να γίνουν ασήμαντα ξεφυσήματα. Ηρεμία.
Έως ότου σφραγιστούν τα μάτια.


Την ίδια ώρα, λίγα μόνο βήματα μακριά, αντηχούν ολοένα και πιο γρήγορα οι σταγόνες της βρύσης πάνω στον αλουμινένιο νεροχύτη…


Μα ποιος διευθύνει τη βρύση μου;
Και ποιος, αλήθεια, μου χαρίζει χρόνο;

Ένα παράθυρο, φωτογραφία


Μεσημεράκι. Ο ήλιος κατεβαίνει μεγαλοπρεπώς τα σκαλοπάτια του, και εισέρχεται από τον φωταγωγό να βασιλέψει στην κουζίνα μου. Βάζω μπρίκι στο γκαζάκι. Τι γεύση να ‘χει το τσάι μου σήμερα; Κάθε μέρα, επιλογή. Κι έτσι γεμίζουν οι μέρες φράουλα, κανέλα, βανίλια, ροδάκινο… Διαλέγω ένα φακελάκι ˙ φρούτα του δάσους. Αναδασωμένη γεύση. Ετοιμάζω τον ξύλινο δίσκο, τον σκαλιστό, και με σερβίρω σε καλό φλιτζάνι τής επίσκεψης, με μια χαρτοπετσέτα αριστοτεχνικά διπλωμένη στο πλάι. Βαστώ γερά μπροστά μου τον δίσκο, κι έπειτα, αρχέγονα ξυπόλητος και με τις αισθήσεις τεταμένες, διασχίζω πυκνή κόκκινη φλοκάτη στο δρόμο μου προς το σαλόνι. Εκεί με περιμένει το τραπεζάκι και ο μεγάλος βαθουλωτός καναπές που κοιτάζει παράθυρο. Ακουμπώ άτσαλα τον ξύλινο δίσκο πάνω στο τραπεζάκι, και πηγαίνω στο ράφι με τα βινύλια. Σήμερα επιλέγω ν’ ακούσω χρονολογημένη ποιότητα ήχου ˙ ασυμπίεστη. Αρχίζω να ψηλαφώ εξώφυλλα, και να μετρώ δεκαετίες, φωνές, γλώσσες, και μουσικά είδη. Κι ενώ τα δάχτυλά μου συνεχίζουν την αναζήτηση, το βλέμμα μου έχει ήδη επιλέξει. Είναι ένα υπερφωτισμένο νεανικό γυναικείο πρόσωπο με κυανές σκιάσεις, σε φόντο λευκό. Στέκομαι για λίγο με το βλέμμα μου πάνω στο βλέμμα του εξωφύλλου. Πάντα με προβλημάτιζε η ερμηνεία του. Δεκαπέντε χρόνια μετά, κι ακόμη δεν έχω καταφέρει να εξηγήσω τη σημασία του. Βγάζω τον δίσκο στο φως του ήλιου που απομένει, να θαυμάσω τη λάμψη των στροφών του. Ακούραστος δρομέας η βελόνα ˙ έτοιμη πάντα να τις τρέξει. Κι έρχονται οι πρώτες χαμηλές νότες από τα ηχεία να συνοδεύσουν τις φωνές της πλατείας, που παίζει, απ’ την άλλη, τ’ ανοιχτό παράθυρο. Αράζω στον καναπέ να απολαύσω. Και τότε, κάτι κάτω απ’ το τραπεζάκι τραβάει την προσοχή μου. Βάζω το χέρι να δω τι είναι. Είναι ένα μικρό χαρτόκουτο, γεμάτο αταξινόμητες φωτογραφίες. Τραβάω στην τύχη και βγάζω μία ομαδική από το σχολείο. Πέμπτη δημοτικού. Και πάλι, δεκαπέντε χρόνια πριν. Βολεύομαι καλύτερα στον καναπέ. Ανεβάζω και τα πόδια επάνω. Το φθινοπωρινό αεράκι που μπαίνει απ’ το παράθυρο, μεταφέρει μια τρυφερή δροσιά, ικανή να σε στέψει για λίγες στιγμές ευτυχισμένο. Κλείνω για λίγο τα μάτια. Ο ήλιος αργοσβήνει.

Και να το, εκείνο το παιδί με το πράσινο φουσκωτό μπουφάν του και με το ξεθωριασμένο του μπλουτζίν που ‘ναι στα γόνατα τριμμένο. Σηκώνεται από τη γονατιστή του στάση πάνω στο γυαλιστερό χαρτί, και τεντώνεται να ξεπιαστεί. Οι άλλοι, δίπλα του, ούτε που σαλεύουν. Δεν απορούν καν. Παραμένουν στην ακινησία της πόζας τους. Το μαλλί του, κουρεμένο σε στυλ ελαφρύ καπελάκι που ρίχνει φράντζα προς τα δεξιά. Το πρόσωπο, ασθενικά λευκό, με τα μάγουλα ωστόσο πάντα ροδαλά. Αισθάνομαι τα έντεκά του χρόνια να ξεχειλίζουν ενέργεια. Δείχνει ν’ ακούει τις φωνές των παιδιών έξω απ’ το παράθυρό μου, και σα να ανυπομονεί να του επιτρέψω εγώ να βγει. Μου χαμογελάει. Ξέρω τι νομίζει πως θα συναντήσει εκεί έξω. Ξέρω πόσο πολύ θέλει να ξαναβρεί φίλους -γνωστούς κι αγνώστους-, να παίξει τάπες μαζί τους πάνω στα τσιμεντένια πεζούλια, και ν’ ανταλλάξουν αυτοκόλλητα Panini. Πρέπει να ‘χουν απομείνει μερικά στις τσέπες του. Τα περισσότερα, όμως, τα ‘χει μοιράσει σε φίλους, ή τα ‘χει κάνει βουταρία από τον δεύτερο όροφο του σχολείου. Ήθελε πάντα να είναι καλός γιατί ποτέ δεν τον καλούσαν στα πάρτι τους, και ποτέ δεν έκανε εκείνος πάρτι για να τους καλέσει. Δεν βλέπει την ώρα να ξανασμίξει με τον κολλητό του, και να ψάξουν μαζί για πεταμένα καπάκια από μπουκάλια μπύρας. Κι όσα μαζέψουν, θα πάνε να τα στοιχίσουν πάνω στις ράγες των τρένων, να δουν πόσο λεία θα γίνουν αφού περάσει η επόμενη αμαξοστοιχία. Κι όταν βαρεθούν, μπορεί να πάνε στο Γουέμπλεϊ για μπάσκετ, ή στον Άτλα για ποδόσφαιρο. Παρόλο που όλα αυτά δεν είναι του στυλ του. Ούτε του αρέσει η μπάλα, ούτε καλός είναι. Γι’ αυτό, είτε άμυνα θα τον βάλουν είτε τερματοφύλακα. Δεν ξέρω. Ίσως, πάλι, να μην έχει και καθόλου όρεξη για παιχνίδι. Ίσως να θέλει να ζωγραφίσει τα δικά του κόμικς, ή να διαβάσει. Οπότε, η πρώτη του κίνηση θα ήταν να πάει στο περίπτερο να ρωτήσει για καινούργια τεύχη του Αστερίξ και του Λούκυ Λουκ. Ή θα ζητήσει, όπως πάντα, το Αλμανάκο, το Μίκυ Μάους ή το Αφισόραμα. Επιστρέφοντας, θα μετρήσει ξανά τις λευκές πλάκες της πλατείας και τα σύκα που έχουν πέσει απ’ τις σκονισμένες συκιές κι έχουν ανοίξει πάνω στο έδαφος. Κι όταν χτυπήσει το κουδούνι κι ανέβει δυο-δυο τα σκαλιά, θα περιμένει να βρει ζεστό το φαΐ στο τραπέζι, και θα ‘ναι έτοιμος ακόμη και να μαλώσει με την αδερφή του για το ποιος απ’ τους δύο θα ταΐσει σήμερα τη μικρή. Αν του πω πως έξω έχει κιόλας σχεδόν νυχτώσει, τότε σίγουρα θα λυπηθεί. Θα με ρωτήσει, όμως, αμέσως αν έχει απόψε Ντόλτσε Βίτα ή Τρίτο στεφάνι, ή αν είναι μήπως Κυριακή για να το βάλουμε στη Ρούλα.

Τόση ώρα, στέκεται εκεί και μου χαμογελάει αμίλητος. Με ανησυχεί η ησυχία του. Ξαφνικά, φυσάει ένας κρύος αέρας που ανακατεύει τα μαλλιά του κι όλα τα χρώματα μεταξύ τους. Γυρίζω προς το παράθυρο. Έξω ο ήλιος έχει ήδη παραδώσει τη σκυτάλη στην κολώνα του δήμου. Στο πικάπ, η βελόνα επιμένει να μου επαναλαμβάνει ξανά και ξανά την ίδια φράση: Si loubli tattend, moi aussi jattendrai*. Και το τσάι έχει παγώσει μες στο φλιτζάνι. Ακριβώς όπως κι εγώ στην ιδέα του τι θα μπορούσε να μ’ έχει ρωτήσει εκείνο το εντεκάχρονο παιδί, αν μου μιλούσε σήμερα. Στην πίσω μεριά της φωτογραφίας βλέπω γραμμένα κατά σειρά τα ονόματα όλων των συμμαθητών: Άννα, Δήμητρα, Χριστίνα, Ιφιγένεια, Αντιγόνη, και πάει λέγοντας... Τα γράμματα είναι δικά του. Και είναι πολύ διαφορετικά από τα δικά μου. Πού να του έλεγα ότι τώρα πια δεν ξύνω συχνά τα μολύβια μου... Ότι έπαψα να ζωγραφίζω, κι ότι πιο πολύ πληκτρολογώ παρά γράφω... Κι αν με ρωτούσε γιατί γράφω; Τι θα του απαντούσα; Θα τολμούσα άραγε να ξεστομίσω την αλήθεια; Να του πω ότι γράφω για να τον δικαιώσω; Ότι γράφω επειδή δεν μπόρεσα ακόμη να ζήσω αυτά που εκείνος ονειρεύτηκε; Και να του πω πως τώρα πια, μονάχα έτσι μπορεί κι εκείνος να συνεχίσει να υπάρχει;




* Κι αν η λήθη σε περιμένει, τότε θα περιμένω κι εγώ.

Στίχος από το τραγούδι Cherche encore (Στίχοι / Μουσική: Erick Benzi) που ερμηνεύει η Céline Dion, και το οποίο περιλαμβάνεται στον ιστορικό γαλλόφωνο δίσκο D’EUX του 1995.


Η δικαίωση


Αυτές τις λίγες τις φορές
που αισθάνομαι περήφανος για 'μένα...


...δικαιώνω τον πραγματικό εαυτό μου.
Αδιαπραγμάτευτα.




Όταν αμφιβάλλω...

...ένα αεράκι μού ψιθυρίζει στ' αφτί μια δικαιολογία ιερή:

Με εκφράζουν όλα.
Στο βαθμό που είχαν λόγο να γραφτούν, να ειπωθούν, ή να γίνουν κάποτε.




Ο κόσμος ζητάει...


Ο κόσμος ζητάει ένα απόλυτο Ναι ή Όχι,
ένα απόλυτο Άσπρο ή Μαύρο.



Τι κι αν στις επεξηγήσεις βρίσκεται
η σωστή απόχρωση της Αλήθειας.




Περί "ακραίου" αναγνώστη.


Η μετάφραση από ξένες γλώσσες είναι σα να μεταφέρουμε στον τόπο μας ένα ελάχιστο από- σπασμα ενός ολόκληρου κόσμου, του κόσμου της γλωσσικής έκφρασης -θα έλεγα της ποιητικής τάξης- όπου ανήκει το ποίημα. Και αν πάρω την περίπτωση ενός ακραίου αναγνώστη, μου φαίνεται κάποτε ότι η προσπάθειά του πρέπει να μοιάζει μ' εκείνη του φυσιοδίφη, που από το τυχαίο εύρημα ενός σπονδύλου είναι υπο- χρεωμένος ν' ανασυστήσει ένα ολόκληρο προκατακλυσμιαίο θηρίο.

 
 ...έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης.
(Αντιγραφές, εκδ. Ίκαρος, 1978)


Η μετάφραση δε θα σου ανοίξει καν την π ό ρ τ α. Μονάχα μια μικρή χαραμάδα ώστε να δεις στο περίπου τι έχει από μέσα. 
Από 'σένα εξαρτάται αν θα βάλεις το χέρι πάνω στο πόμολο, και ως πού θα βαδίσεις περνώντας το κατώφλι.
Άπαξ και μπήκες, έσμιξες τουλάχιστον δυο κόσμους μέσα σου.


στόχοι


Κάποιοι από 'μας, επιλέγουμε στόχους που θα επενδύσουμε πάνω τους όλο το ενδιαφέρον και την αγάπη μας...





...και βαράμε.





ιδιαιτέρως



- Πώς μπορείς να με καταλαβαίνεις τόσο βαθιά;
  Έχεις ιδιαίτερες δυνατότητες;


- Έχω ιδιαίτερες αδυναμίες.




Buonanotte, fiorellino!


Τι θα γίνει με 'μένα;


Ξυπνάω κι ονειρεύομαι.



Il granturco nei campi è maturo, ed ho tanto bisogno di te!
La coperta è gelata, l'estate è finita.
Buonanotte! Questa notte è per te...

Buonanotte, fiorellino
Στίχοι / Μουσική / Ερμηνεία: Francesco De Gregori

Παραμορφωμένοι πρίγκιπες...

... σ' ένα μακρύ αγκάθι επάνω.

Ένα πελώριο τείχος συκοφαντίας εις βάρος μας υψώνεται στη Σπιναλόγκα, ώστε να μας θεωρούν οι άλλοι άνθρωποι σαν κάτι αλλιώτικο από όλους.


Εμείς, όμως, δε θέλουμε ούτε να μας απεχθάνονται ούτε να μας συμπονούν. Εμείς έχουμε ανάγκη από το ωραίο αίσθημα, την αγάπη. Αγάπη σε έναν άνθρωπο που έπαθε ένα ατύχημα και όχι ότι αποτελεί ένα φαινόμενο, ένα αλλιώτικο είδος ανθρώπου. Γιατί κι εμείς είμαστε άνθρωποι που έχουμε τα ίδια αισθήματα, τα ίδια ιδανικά και δε θέλουμε να μας θάψουνε σε κάποιον άλλον κόσμο ξεχωριστό σε αυτόν τον κρανίου τόπο που ζούμε.
 
Ίσως μέσα σας να σας γεννιούνται τα αισθήματα της λύπης. Μας λυπάστε για την αρρώστια. Όμως, νομίζω ότι πρέπει εμείς να λυπούμεθα για εσάς. Γιατί εάν μια μάντρα, ένα τείχος μάς χωρίζει από τη ζούγκλα της ζωής, εμείς βρήκαμε τον στόχο του ανθρώπου μέσα εδώ, στο καμίνι της αρρώστιας και της απομόνωσης.
Ξεσηκωθείτε όλοι και ο καθένας χωριστά να παίξει τον ρόλο του σε αυτό το σκληρό παιχνίδι που λέγεται ζωή. Που είναι χωρίς έλεος σήμερα. Σταματήστε τώρα που είναι καιρός. Σταματήστε. 

Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης
(Αποσπάσματα λόγου)

καγκελόπορτα.


Μην κλείνετε την καγκελόπορτα.


Ξέρω καλά να περιορίζομαι.



Photo credits:
Προσωπικό αρχείο (Χωτούσσα)

quand je suis là.



PERSÉCUTION
(Scénario : Anne-Louise Trividic & Patrice Chéreau)

 
DANIEL

Tu me dis que
tu ne sais pas
si tu m’aimes
quand je suis là,
c’est ça ?


SONIA

Oui. Quand tu es là,
je ne sais pas,
je sais moins…
Mais c’est intéressant
aussi, je ne dis pas…

DANIEL

… Quand je suis là ? …
Mais tu crois qu’on peut
dire des trucs pareils
et que ça fait pas
des ravages ? ... Merde !


SONIA

De près, c’est vrai,
je trouve parfois que
c’est… compliqué…
Peut-être oui,
c’est ça que je dis.