κόπος.





Άλλος δουλεύει νύχτα-μέρα σε ορυχεία,

κι άλλος μονάχα ελπίζει.



Και τα δύο αποδίδουν 

ανάλογα με τον κόπο.



ΕΚΕίΝΗ






Ce qu’on ne mérite pas, on n’y a pas droit, ça ne nous appartient pas.

(Page 114)

Ό,τι δεν αξίζουμε, δεν έχουμε δικαίωμα σ’ αυτό, δε μάς ανήκει.



Je crois et j’espère qu’il y a une autre vie. Je crois même que l’émotion qui sort des chansons comme le parfum d’une fleur ou le jus d’un fruit vient en bonne partie de cette autre vie. Le rôle des artistes est de faire passer cette émotion dans notre vie.

(Page 278)

Πιστεύω και ελπίζω ότι υπάρχει μια άλλη ζωή. Πιστεύω μάλιστα πως η συγκίνηση που αναδύεται από τα τραγούδια, όπως το άρωμα ενός λουλουδιού ή ο χυμός ενός φρούτου, προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από αυτή την άλλη ζωή. Ο ρόλος των καλλιτεχνών είναι να μεταδίδουν αυτή τη συγκίνηση στη δική μας ζωή.


Je ne cherche pas à changer le monde. Je veux le chanter, tout simplement.

(Page 280)

Δε ζητώ ναλλάξω τον κόσμο. Θέλω να τον τραγουδήσω, πολύ απλά.



Cette voix que j’aime, c’est le plus sûr et le plus court chemin entre ce que j’ai au-dedans de moi (mes émotions, mon âme et mes pensées, mes rêves) et les autres.

(Page 290)

Αυτή η φωνή που αγαπώ, είναι το πιο σίγουρο και πιο σύντομο μονοπάτι μεταξύ όσων έχω μέσα μου (τα συναισθήματά μου, την ψυχή και τις σκέψεις μου, τα όνειρά μου) και τους άλλους.



Quand deux personnes s’aiment, c’est nécessairement pour toujours. Voilà ce que je crois.

(Page 367)

Όταν δύο άτομα αγαπιούνται, είναι απαραιτήτως για πάντα. Αυτό πιστεύω εγώ.




Céline Dion, Ma vie, mon rêve
© Μετάφραση: Δημήτρης Αναγνωστόπουλος

Κιτρινισμένη φωτογραφία


Κυριακή, 18/07/2010
Θέατρο Άλσους Αγίου Γεωργίου, Τρίπολη


Ήρθα ως εδώ για να περπατήσω τη διαδρομή.

Ήρθα για το έπαθλο τής ξεκούρασης μετά τον τόσο δρόμο.

Περπάτησα ως εδώ σαν τον προσκυνητή.

Για να εξιλεωθώ.

Σαν το τελικό ξαπόσταμα να συνοδεύεται από τη λύτρωση.



Άδειο το θέατρο.

Μονάχα ένα ζευγάρι με τα τρία παιδιά του

να τρέχουν γύρω-γύρω στη σκηνή και να γελούν δυνατά.



Είχε ωραία μέρα σήμερα.



Ένα αεράκι προβάλλει ανάμεσα απ’ τα δέντρα,

μού ζωγραφίζει ένα χαμόγελο στο πρόσωπο,

και με ζητάει σε χορό.



Είμαι σχεδόν έτοιμος να ενδώσω.





Αν μονάχα δεν άκουγα,

εκείνη τη στιγμή,

τον πατέρα να φωνάζει



το όνομά σου.





Έπειτα, εκείνος πήρε τα παιδιά του και τη γυναίκα του,

και αποχώρησαν.





Έμεινα εγώ τελείως μόνος,

καθισμένος στο πάνω-πάνω σκαλί τού θεάτρου.





Με τη βουβή εικόνα τού γέλιου σου

να προβάλλεται σαν ολόγραμμα μπροστά μου.





Αλίμονο...



Ξεθώριασε κι αυτή με λογαριθμικό ρυθμό



μέσα σε λίγα βλεφαρίσματα,



μαζί με τις τελευταίες νότες

απ’ το πιάνο τού André Gagnon


τ’ ορφανόν το γιασεμούδιν μου






Κι αν κλαις επάνω στην Ιστορία,
    αυτή μονάχα να σού μαθαίνει τον πόνο.

Και αν ο πόνος τούτος μιλάει Ελληνικά,
    είναι μονάχα για να τον νιώσεις καλύτερα.

...Όχι για να τον καταλάβεις.




Κάτασπρον πεζουνούδιν μου, πουλλίν μου εξαπτέρυγον,
στον ουρανόν σου που πετάς θέλω τζιαι ‘γώ
να ‘ρτω για να ξαναδώ τον τόπον μου

Φύσα αερούδιν δροσερόν, πέρνα τζιαι που το σπίτιν μου,
χάδεψε τ’ ορφανόν το γιασεμούδιν μου
τζι’ έλα πε μου ότι ζιει για να χαρώ

Ας εν τζιαι μιαν φοράν ν’ ακούσω πως γελάς,
μάνα που δεν εγεύτηκες χαράν
Ν’ ακούσω πως γελάς,
ας εν τζιαι μιαν φοράν
Στα σιείλη σου γλυτζιά ν’ αθθίσει μια μιτσιά βασιλιτζιά


Θάλασσά μου γειτόνισσα που μιαν θυμώνεις, μιαν γελάς,
πάρ’ με στην Κύπρον που τα πόθκια της φιλάς,
μες στ’ αγκάλια της να μπω τα ολόχρυσα


Κάτασπρον πεζουνούδιν μου, θάλασσά μου γειτόνισσα,
ο τόπος μου εν γονιός, αρφή τζιαι γιούδιν μου
Εν ο κόσμος ούλλος που αγάπησα



Ας εν τζιαι μιαν φοράν
Στίχοι: Λεωνίδας Μαλένης
Μουσική: Γιώργος Θεοφάνους

Το σακίδιό μου




















Όχι, δεν είμαι λυπημένος.

Κι αν πέρασα σκυφτός την πύλη
αυτή την τελευταία φορά,
είναι επειδή το σακίδιό μου
ήταν πολύ πιο γεμάτο
απ’ όσο μπορούσε κανείς να δει.

Όχι, δεν είμαι λυπημένος.



Τετάρτη, 24/3/2010, Σ.Σ.Ε.

A parolla casale / Η λέξη σπιτικό


A parolla casale

Di quale sò
Tutte e mure chjuccute
Da sottu à a lamaghja
À palisà ricordi ?

Di quale sò
E facce senza nome
Infattate à disgrazia
À u francà di i chjassi ?

Di quale sò
I mughji scurticati
Trascinati da l’ore
In li mio ghjorni corci ?

Ma di quale hè
A parolla casale
Ch’ellu hà strappatu à l’ombra
L’oziu di u mio pensà ?




Η λέξη σπιτικό

Πούθε να έρχονται
όλοι ετούτοι οι πεισματάρηδες τοίχοι
που κάτω απ’ τη σκουριά
προδίδουν αναμνήσεις;

Πούθε να έρχονται
τούτα τα πρόσωπα δίχως όνομα
τ’ ανταμωμένα κατά τύχη
στο διάβα των μονοπατιών;

Πούθε να έρχονται
οι γδαρμένες κραυγές
που κρατάνε για ώρες
μες στις νωθρές μου μέρες;

Πούθε να έρχεται
η λέξη σπιτικό
που ξερίζωσε απ’ τη σκιά
η αδράνεια της σκέψης μου;



Ποιητής: Ghjacumu Thiers (Bastia, 1945).
Ποίημα από τη συλλογή L’arretta bianca (Albiana, 2006).

© Μετάφραση από τα Κορσικανικά:
Δημήτρης Αναγνωστόπουλος


Το κόκκινο μπουφάν



Σάββατο, 12/12/2009
(Τελευταίο βράδυ στα Ρίζια.)


Διπλές στρατιωτικές μάλλινες κάλτσες μέσα σε παπούτσια πολιτικά
που μετρούν βήμα-βήμα το βάθος τού χιονιού.
Ένα χιόνι βιαστικό που ήρθε να με προλάβει χτες το βράδυ,
μαζί με τούς νέους.

Σκυφτός εγώ, με το βλέμμα πάνω στο στρωμένο πεζοδρόμιο,
επιστρέφοντας για τελευταία φορά από έξω,
και με το μυαλό γεμάτο αποχαιρετισμούς.

Όλα γύρω στολισμένα˙ χρωματισμένη Χριστούγεννα η νύχτα˙
και πίσω από μια αδιαφανή τζαμένια πόρτα,
σ’ ένα από τα τελευταία σπίτια τού χωριού,
η φωνή ενός μικρού κοριτσιού:

- Μαμά, ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;

Ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου, γιατί κλεισμένος καθώς είμαι μέσα στο κατακόκκινο μπουφάν μου, μαντεύω τη δεύτερη σκέψη μέσα στο παιδικό μυαλό…

Κι αναρωτιέμαι:

- Μα καλά, πότε πρόλαβαν να μακρύνουν από το πρωί; 

Μια κυριακάτικη Δευτέρα





Λόγια που αισθάνθηκα στις 19 / 9 / 2009
(μια μέρα πριν τα 25α γενέθλιά μου),
σε μια από τις πρώτες-πρώτες,
αν όχι μάλιστα την πρώτη,
εξόδους μου στην Ορεστιάδα.

τα έκανε εικόνα με το δικό του συναίσθημα.

Βλαντ, σ’ ευχαριστώ ακόμη μια φορά για τη συνεργασία.
Και αν ποτέ τα πράγματα αρχίσουν να γίνονται πιο σοβαρά,
και πάλι εσένα θα φωνάξω να καθαρίσεις…

Αλεπού μου...





Αλεπού μου,
ακούμπησε το κεφάλι σου πάνω στα γόνατά μου.

Δεν είμαι ευτυχισμένος κι όμως εσύ αρκείς.

Κηροπήγιο ή μετέωρο,
δεν υπάρχει πια βαριά καρδιά ούτε μέλλον στη γη.

Τα βήματα τού δειλινού φανερώνουν το μουρμουρητό σου,
κοίτη από μέντα και δεντρολίβανο,
αμοιβαία εμπιστοσύνη η κοκκινάδα τού φθινοπώρου και
τ’ ανάλαφρό σου το φουστάνι.

Είσαι η ψυχή τού βουνού με τα βαθιά λαγόνια,
με τους βράχους που σωπαίνουν πίσω από χείλη αργίλου.

Κάνε τα πτερύγια τής μύτης σου να πεταρίσουν.

Κάνε το χέρι σου να κλείσει το μονοπάτι και να σιμώσει την κουρτίνα των δέντρων.


Αλεπού μου,

παρουσία των δυο άστρων, της παγωνιάς και του αγέρα,

εναποθέτω σ’ εσένα κάθε σωριασμένη προσδοκία,

για ένα νικητήριο γαϊδουράγκαθο

τής αρπακτικής μοναξιάς.



René Char, n° 222, Feuillets d’Hypnos (1943-1944)

© Μετάφραση από τα Γαλλικά:
Δημήτρης Αναγνωστόπουλος

Photo credits: Προσωπικό αρχείο

gadjo





Μικρή εγώ

στο δρόμο

μέσα στη χούφτα τού πατέρα

που απ’ το πολύ να ‘ναι ανοιχτή

δε λέει να με σφίξει


Κι εσύ

Λευκός

μπαλαμός

σα χλωμός

που με βλέπεις να περνάω





Ερμού 2010 μ.Χ.




Κατεβαίνω την Ερμού.

Στο βάθος, η άχλη τού δειλινού.

Σα να καπνίζει και πάλι το Γκάζι.

Θολές οι φιγούρες των ανθρώπων.

Έρχονται κατά πάνω μου.

Με προσπερνούν.

Συγκρατώ αρώματα.

Θολές και τόσο κοντινές η μια στην άλλη.

Κλέβω βλέμματα.

Σα να ‘χουν σμίξει τα χέρια.

Προσπερνούν.

Ας μάθαιναν οι άνθρωποι να σμίγουν τα χέρια.

Περνούν.

Κι ας ήταν κατά πάνω μου.

Οι άνθρωποι απλά περνούν.

Ας ήταν κατά πάνω μου.



Δείτε τη φωτογραφία σε
3D Stereoscopic Image εδώ:

Μια θάλασσα μικρή



μι­ θά­λασ­σα μι­κρ
πι­κρ σ' ­πο­χαι­ρέ­τη­σε,
σ πε­ρι­μέ­νει...
μι­ θά­λασ­σα μι­κρ





Ε­ναι κι θά­λασ­σα,
λ­μυ­ρ με­λαγ­χο­λί­α ­π μα­κρι­ά…

Πη­γαί­νει κι ρ­χε­ται,
λ­λ δ μέ­νει…

Πη­γαί­νει κι ρ­χε­ται,
μ δ σ φέρ­νει…




(στις αναμνήσεις που φορτώνονται τα πλοία)




Μια θάλασσα μικρή
Στίχοι / Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος