Οι υπνοβάτες...

...τι ευλογημένοι, οι υπνοβάτες!

Αυτοί οι ανήσυχοι υπναράδες.


Κάνουν τα πάντα, χωρίς ωστόσο να χάνουν
τον ύπνο τους.



Adagio


Ξεχύνεται κίτρινο σκοτάδι φεγγαρίσιο, πάνω σε έπιπλα και δάπεδα και τοίχους. Και πλημμυρίζει το δωμάτιο μεμιάς. Και επιπλέει το κρεβάτι μου. Αστράφτει έξω, πού και πού, λάμψεις διερχόμενων αυτοκινήτων. Μια καταιγίδα υπόκωφη.

Συνωστισμός στο μυαλό μου. Λόγια που από βραδύς κάνουν ουρά για να επισκεφθούν, πρώτα, τη νέα μέρα. Γριές εικόνες που δε βρήκαν θέση σε κάποιο παραμύθι, παραγκωνίζονται τώρα για μια τελευταία ευκαιρία επικράτησης. Και ένα ολόκληρο πέλαγος φωνές ˙ που δε ζητούν να πάρουν τον λόγο ˙ που καπελώνει αναιδώς η μία την άλλη ˙ ρωτούν και απαντούν και απαιτούν και επαιτούν. Απλώνουν χέρια να πιαστούν, γίνονται αφρός, κι ύστερα αποτραβιούνται ξανά μες στον υποσυνείδητο πυθμένα. Με κάνουν, κάθε τόσο, να μεταμελούμαι για άστοχους σχεδιασμούς μου και για τα άθελά-μου-πεπραγμένα (που, πάει, έχουν γίνει πια) ˙ να μεταμελούμαι ενίοτε και για όσα συνιστούν εκείνες τις πολύτιμες αμοιβαίες υποχωρήσεις που ονομάζουμε «φιλίες».
Κι εγώ μάχομαι να συντονίσω τους παφλασμούς της διανοητικής μου θαλασσοταραχής με το τικ-τακ του ρολογιού που επαγρυπνεί στον τοίχο. Να επιβάλω, έτσι, λίγο-λίγο τη σιωπή στις μανιασμένες φωνές. Και φαίνεται το κόλπο μου να πιάνει. Εκείνες καθηλώνονται από τον μετρονόμο χρόνο, και βαυκαλίζονται γλυκά στον ρυθμό του. Και το ρολόι επιβραδύνει διαρκώς την εκτέλεσή του… Adagio. Σαν κάποιος να κρεμάστηκε απ’ τον δευτερολεπτοδείκτη. Και οι φωνές καταλαγιάζουν βαθμιαία. Ώσπου να γίνουν ασήμαντα ξεφυσήματα. Ηρεμία.
Έως ότου σφραγιστούν τα μάτια.


Την ίδια ώρα, λίγα μόνο βήματα μακριά, αντηχούν ολοένα και πιο γρήγορα οι σταγόνες της βρύσης πάνω στον αλουμινένιο νεροχύτη…


Μα ποιος διευθύνει τη βρύση μου;
Και ποιος, αλήθεια, μου χαρίζει χρόνο;

Ένα παράθυρο, φωτογραφία


Μεσημεράκι. Ο ήλιος κατεβαίνει μεγαλοπρεπώς τα σκαλοπάτια του, και εισέρχεται από τον φωταγωγό να βασιλέψει στην κουζίνα μου. Βάζω μπρίκι στο γκαζάκι. Τι γεύση να ‘χει το τσάι μου σήμερα; Κάθε μέρα, επιλογή. Κι έτσι γεμίζουν οι μέρες φράουλα, κανέλα, βανίλια, ροδάκινο… Διαλέγω ένα φακελάκι ˙ φρούτα του δάσους. Αναδασωμένη γεύση. Ετοιμάζω τον ξύλινο δίσκο, τον σκαλιστό, και με σερβίρω σε καλό φλιτζάνι τής επίσκεψης, με μια χαρτοπετσέτα αριστοτεχνικά διπλωμένη στο πλάι. Βαστώ γερά μπροστά μου τον δίσκο, κι έπειτα, αρχέγονα ξυπόλητος και με τις αισθήσεις τεταμένες, διασχίζω πυκνή κόκκινη φλοκάτη στο δρόμο μου προς το σαλόνι. Εκεί με περιμένει το τραπεζάκι και ο μεγάλος βαθουλωτός καναπές που κοιτάζει παράθυρο. Ακουμπώ άτσαλα τον ξύλινο δίσκο πάνω στο τραπεζάκι, και πηγαίνω στο ράφι με τα βινύλια. Σήμερα επιλέγω ν’ ακούσω χρονολογημένη ποιότητα ήχου ˙ ασυμπίεστη. Αρχίζω να ψηλαφώ εξώφυλλα, και να μετρώ δεκαετίες, φωνές, γλώσσες, και μουσικά είδη. Κι ενώ τα δάχτυλά μου συνεχίζουν την αναζήτηση, το βλέμμα μου έχει ήδη επιλέξει. Είναι ένα υπερφωτισμένο νεανικό γυναικείο πρόσωπο με κυανές σκιάσεις, σε φόντο λευκό. Στέκομαι για λίγο με το βλέμμα μου πάνω στο βλέμμα του εξωφύλλου. Πάντα με προβλημάτιζε η ερμηνεία του. Δεκαπέντε χρόνια μετά, κι ακόμη δεν έχω καταφέρει να εξηγήσω τη σημασία του. Βγάζω τον δίσκο στο φως του ήλιου που απομένει, να θαυμάσω τη λάμψη των στροφών του. Ακούραστος δρομέας η βελόνα ˙ έτοιμη πάντα να τις τρέξει. Κι έρχονται οι πρώτες χαμηλές νότες από τα ηχεία να συνοδεύσουν τις φωνές της πλατείας, που παίζει, απ’ την άλλη, τ’ ανοιχτό παράθυρο. Αράζω στον καναπέ να απολαύσω. Και τότε, κάτι κάτω απ’ το τραπεζάκι τραβάει την προσοχή μου. Βάζω το χέρι να δω τι είναι. Είναι ένα μικρό χαρτόκουτο, γεμάτο αταξινόμητες φωτογραφίες. Τραβάω στην τύχη και βγάζω μία ομαδική από το σχολείο. Πέμπτη δημοτικού. Και πάλι, δεκαπέντε χρόνια πριν. Βολεύομαι καλύτερα στον καναπέ. Ανεβάζω και τα πόδια επάνω. Το φθινοπωρινό αεράκι που μπαίνει απ’ το παράθυρο, μεταφέρει μια τρυφερή δροσιά, ικανή να σε στέψει για λίγες στιγμές ευτυχισμένο. Κλείνω για λίγο τα μάτια. Ο ήλιος αργοσβήνει.

Και να το, εκείνο το παιδί με το πράσινο φουσκωτό μπουφάν του και με το ξεθωριασμένο του μπλουτζίν που ‘ναι στα γόνατα τριμμένο. Σηκώνεται από τη γονατιστή του στάση πάνω στο γυαλιστερό χαρτί, και τεντώνεται να ξεπιαστεί. Οι άλλοι, δίπλα του, ούτε που σαλεύουν. Δεν απορούν καν. Παραμένουν στην ακινησία της πόζας τους. Το μαλλί του, κουρεμένο σε στυλ ελαφρύ καπελάκι που ρίχνει φράντζα προς τα δεξιά. Το πρόσωπο, ασθενικά λευκό, με τα μάγουλα ωστόσο πάντα ροδαλά. Αισθάνομαι τα έντεκά του χρόνια να ξεχειλίζουν ενέργεια. Δείχνει ν’ ακούει τις φωνές των παιδιών έξω απ’ το παράθυρό μου, και σα να ανυπομονεί να του επιτρέψω εγώ να βγει. Μου χαμογελάει. Ξέρω τι νομίζει πως θα συναντήσει εκεί έξω. Ξέρω πόσο πολύ θέλει να ξαναβρεί φίλους -γνωστούς κι αγνώστους-, να παίξει τάπες μαζί τους πάνω στα τσιμεντένια πεζούλια, και ν’ ανταλλάξουν αυτοκόλλητα Panini. Πρέπει να ‘χουν απομείνει μερικά στις τσέπες του. Τα περισσότερα, όμως, τα ‘χει μοιράσει σε φίλους, ή τα ‘χει κάνει βουταρία από τον δεύτερο όροφο του σχολείου. Ήθελε πάντα να είναι καλός γιατί ποτέ δεν τον καλούσαν στα πάρτι τους, και ποτέ δεν έκανε εκείνος πάρτι για να τους καλέσει. Δεν βλέπει την ώρα να ξανασμίξει με τον κολλητό του, και να ψάξουν μαζί για πεταμένα καπάκια από μπουκάλια μπύρας. Κι όσα μαζέψουν, θα πάνε να τα στοιχίσουν πάνω στις ράγες των τρένων, να δουν πόσο λεία θα γίνουν αφού περάσει η επόμενη αμαξοστοιχία. Κι όταν βαρεθούν, μπορεί να πάνε στο Γουέμπλεϊ για μπάσκετ, ή στον Άτλα για ποδόσφαιρο. Παρόλο που όλα αυτά δεν είναι του στυλ του. Ούτε του αρέσει η μπάλα, ούτε καλός είναι. Γι’ αυτό, είτε άμυνα θα τον βάλουν είτε τερματοφύλακα. Δεν ξέρω. Ίσως, πάλι, να μην έχει και καθόλου όρεξη για παιχνίδι. Ίσως να θέλει να ζωγραφίσει τα δικά του κόμικς, ή να διαβάσει. Οπότε, η πρώτη του κίνηση θα ήταν να πάει στο περίπτερο να ρωτήσει για καινούργια τεύχη του Αστερίξ και του Λούκυ Λουκ. Ή θα ζητήσει, όπως πάντα, το Αλμανάκο, το Μίκυ Μάους ή το Αφισόραμα. Επιστρέφοντας, θα μετρήσει ξανά τις λευκές πλάκες της πλατείας και τα σύκα που έχουν πέσει απ’ τις σκονισμένες συκιές κι έχουν ανοίξει πάνω στο έδαφος. Κι όταν χτυπήσει το κουδούνι κι ανέβει δυο-δυο τα σκαλιά, θα περιμένει να βρει ζεστό το φαΐ στο τραπέζι, και θα ‘ναι έτοιμος ακόμη και να μαλώσει με την αδερφή του για το ποιος απ’ τους δύο θα ταΐσει σήμερα τη μικρή. Αν του πω πως έξω έχει κιόλας σχεδόν νυχτώσει, τότε σίγουρα θα λυπηθεί. Θα με ρωτήσει, όμως, αμέσως αν έχει απόψε Ντόλτσε Βίτα ή Τρίτο στεφάνι, ή αν είναι μήπως Κυριακή για να το βάλουμε στη Ρούλα.

Τόση ώρα, στέκεται εκεί και μου χαμογελάει αμίλητος. Με ανησυχεί η ησυχία του. Ξαφνικά, φυσάει ένας κρύος αέρας που ανακατεύει τα μαλλιά του κι όλα τα χρώματα μεταξύ τους. Γυρίζω προς το παράθυρο. Έξω ο ήλιος έχει ήδη παραδώσει τη σκυτάλη στην κολώνα του δήμου. Στο πικάπ, η βελόνα επιμένει να μου επαναλαμβάνει ξανά και ξανά την ίδια φράση: Si loubli tattend, moi aussi jattendrai*. Και το τσάι έχει παγώσει μες στο φλιτζάνι. Ακριβώς όπως κι εγώ στην ιδέα του τι θα μπορούσε να μ’ έχει ρωτήσει εκείνο το εντεκάχρονο παιδί, αν μου μιλούσε σήμερα. Στην πίσω μεριά της φωτογραφίας βλέπω γραμμένα κατά σειρά τα ονόματα όλων των συμμαθητών: Άννα, Δήμητρα, Χριστίνα, Ιφιγένεια, Αντιγόνη, και πάει λέγοντας... Τα γράμματα είναι δικά του. Και είναι πολύ διαφορετικά από τα δικά μου. Πού να του έλεγα ότι τώρα πια δεν ξύνω συχνά τα μολύβια μου... Ότι έπαψα να ζωγραφίζω, κι ότι πιο πολύ πληκτρολογώ παρά γράφω... Κι αν με ρωτούσε γιατί γράφω; Τι θα του απαντούσα; Θα τολμούσα άραγε να ξεστομίσω την αλήθεια; Να του πω ότι γράφω για να τον δικαιώσω; Ότι γράφω επειδή δεν μπόρεσα ακόμη να ζήσω αυτά που εκείνος ονειρεύτηκε; Και να του πω πως τώρα πια, μονάχα έτσι μπορεί κι εκείνος να συνεχίσει να υπάρχει;




* Κι αν η λήθη σε περιμένει, τότε θα περιμένω κι εγώ.

Στίχος από το τραγούδι Cherche encore (Στίχοι / Μουσική: Erick Benzi) που ερμηνεύει η Céline Dion, και το οποίο περιλαμβάνεται στον ιστορικό γαλλόφωνο δίσκο D’EUX του 1995.


Η δικαίωση


Αυτές τις λίγες τις φορές
που αισθάνομαι περήφανος για 'μένα...


...δικαιώνω τον πραγματικό εαυτό μου.
Αδιαπραγμάτευτα.




Όταν αμφιβάλλω...

...ένα αεράκι μού ψιθυρίζει στ' αφτί μια δικαιολογία ιερή:

Με εκφράζουν όλα.
Στο βαθμό που είχαν λόγο να γραφτούν, να ειπωθούν, ή να γίνουν κάποτε.




Ο κόσμος ζητάει...


Ο κόσμος ζητάει ένα απόλυτο Ναι ή Όχι,
ένα απόλυτο Άσπρο ή Μαύρο.



Τι κι αν στις επεξηγήσεις βρίσκεται
η σωστή απόχρωση της Αλήθειας.




Περί "ακραίου" αναγνώστη.


Η μετάφραση από ξένες γλώσσες είναι σα να μεταφέρουμε στον τόπο μας ένα ελάχιστο από- σπασμα ενός ολόκληρου κόσμου, του κόσμου της γλωσσικής έκφρασης -θα έλεγα της ποιητικής τάξης- όπου ανήκει το ποίημα. Και αν πάρω την περίπτωση ενός ακραίου αναγνώστη, μου φαίνεται κάποτε ότι η προσπάθειά του πρέπει να μοιάζει μ' εκείνη του φυσιοδίφη, που από το τυχαίο εύρημα ενός σπονδύλου είναι υπο- χρεωμένος ν' ανασυστήσει ένα ολόκληρο προκατακλυσμιαίο θηρίο.

 
 ...έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης.
(Αντιγραφές, εκδ. Ίκαρος, 1978)


Η μετάφραση δε θα σου ανοίξει καν την π ό ρ τ α. Μονάχα μια μικρή χαραμάδα ώστε να δεις στο περίπου τι έχει από μέσα. 
Από 'σένα εξαρτάται αν θα βάλεις το χέρι πάνω στο πόμολο, και ως πού θα βαδίσεις περνώντας το κατώφλι.
Άπαξ και μπήκες, έσμιξες τουλάχιστον δυο κόσμους μέσα σου.


στόχοι


Κάποιοι από 'μας, επιλέγουμε στόχους που θα επενδύσουμε πάνω τους όλο το ενδιαφέρον και την αγάπη μας...





...και βαράμε.





ιδιαιτέρως



- Πώς μπορείς να με καταλαβαίνεις τόσο βαθιά;
  Έχεις ιδιαίτερες δυνατότητες;


- Έχω ιδιαίτερες αδυναμίες.