Κάποια μέρα...







Κάποια μέρα,    

πνιγμένος στα idéaux,    

θα καταλάβω ότι έχασα    

πολλές πολύτιμες futilités...    








(Διονυσόπουλος) Παύλος (1930)
Παλτό και καπέλο, π. 1979  
Affiches massicotées (χαρτί αφίσας), 125 x 32 cm  
 

στον τονο


Ερχονται καποιες στιγμες στη ζωη που
-αν θες να πεις μετα πως εζησες-
θα πρεπει να εκτεθεις.

Κι αν δεν το κανεις τοσον καιρο
ειναι γιατι εχεις ξεχασει κατι πολυ βασικο.

Εχεις ξεχασει πως η αληθεια
δε βρισκεται στον τονο.

Μην αφησεις αλλους να σου την ανεβοκατεβασουν
για να χωρεσει σε προκατασκευασμενες κλιμακες.

Ασε την αληθεια σου στο δικο της σχημα.

Και ποτε μη αισθανθεις ντροπη γι’ αυτη.


Καποιοι ΝΙΩΘΟΥΝ
κι εξω απο τα προκαθορισμενα σχηματα.




Αυτά που έχουμε μέσα μας



Αυτά που έχουμε μέσα μας
ποτέ δε θα τα πούμε.
Γιατί ποια γλώσσα είναι άξια
για να τα μεταφράσει;

Τ’ άπλαστα συναισθήματα
σε τι καλούπι μπαίνουν;

Αυτά που έχουμε μέσα μας
ποτέ τους δε θα γίνουν
φράσεις γραμματικά σωστές
κι ωραία δομημένες.

Αυτά που έχουμε μέσα μας,
μέσα είναι να μείνουν.

Αυτά που έχουμε μέσα μας
ποτέ τους δε θα βγούνε.
Σταλιά-σταλιά ο ωκεανός
ποτέ δε θα στερέψει.

Η κάθε λέξη, βάρκα μας
στο γύρω όλου τού κόσμου.


Β' Έπαινος στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης
τής Εταιρίας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου,
με θέμα: "ΤΟ ΑΓΡΑΦΟ ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ".
(Τετάρτη, 18 Αυγούστου 2010, Νησί Ιωαννίνων)

Photo credits

Μακί


Καινούργιες λεπτομέρειες εμφανίζονταν καθώς πλησιάζαμε την ακτή: οροσειρές, κορφοβούνια, γκρεμοί, ακρωτήρια, και οι σκιές που έριχναν οι κορυφές πάνω στη θάλασσα. Λίγα όμως τα έργα από χέρι ανθρώπου, λίγα τα σπίτια, λίγες οι καλλιέργειες κι οι δρόμοι. Μονάχα ένας φάρος και ένα παλιό παρατηρητήριο υψώνονταν στα îles Sanguinaires, εκείνη την αρμαθιά από ερημικά νησάκια που φαίνεται ριγμένη σαν προπύργιο στον κόλπο τού Αιακείου. Τότε ήταν που μας ήρθαν οι πρώτες μυρωδιές του μακί, μαζί με ένα ζεστούτσικο αεράκι γης. Είναι το άρωμα ολόκληρης της Κορσικής, ένα γλυκόπικρο άρωμα που θυμίζει θα λέγαμε θυμίαμα, μεθυστικό ύστερα από τη βροχή, σα ναρκωτικό. Το μακί είναι μια πυκνή ζούγκλα από φυτά και αρωματικούς θάμνους: κουμαριές, μυρτιές, κίσθους και σκίνα, δεντρολίβανο, λεβάντα και θυμάρι. Καλύπτει όλον τον τόπο εκτός από τα καλλιεργημένα χωράφια και τα δάση. […] Δε χρησίμευσε ίσως ποτέ σε κάτι σπουδαίο, πέρα από καταφύγιο για ληστές και για διάφορες ομάδες που, μέσα στην ταραχώδη ιστορία της Κορσικής, έρχονταν σε ρήξη με τις τοπικές αρχές. Αποτελεί ωστόσο δυνατή και σταθερή αγαλλίαση: κοιμάσαι και ξυπνάς με το απαράμιλλο άρωμά του. Ο Ναπολέων το νοσταλγούσε όταν ολοκλήρωνε την εξόριστη ζωή του στην Αγία Ελένη, και η πληγωμένη υπερηφάνεια του έβρισκε παρηγοριά στην ανάμνηση όχι των παλατιών και των θριάμβων του, αλλά του αρώματος που είχε το μακί της παιδικής του ηλικίας. […]



Κατεβήκαμε τη γέφυρα του πλοίου και βρεθήκαμε στη μέση ενός πλήθους με ηλιοκαμένο δέρμα και ζωηρή ματιά: ακλόνητες ηλικιωμένες με μαύρες φούστες, μαύρα παπούτσια κι ένα μαύρο μαντήλι σφιχτοδεμένο κάτω απ’ το πηγούνι, φιλούσαν τους γιους τους που επέστρεφαν με κοστούμι της πόλης και φανταχτερή γραβάτα. Το φως θύμιζε το ρόδινο χρώμα ενός γινωμένου φρούτου. Ο αέρας ήταν φορτωμένος ανακατωμένες μυρωδιές: το μακί, ο καπνός από το ξύλο, η θαλασσινή αλμύρα, τόσο που αισθανόμουν ένα δυνατό ναρκωτικό να κυριεύει τα πνευμόνια μου.



Αποσπάσματα από το Granite Island, a portrait of Corsica
της Dorothy Carrington. (Longman Group Limited, London, 1971)
Η μετάφραση είναι δική μου.

Στο βίντεο ακούμε τον Jean-Luc Geronimi από το συγκρότημα A Filetta,
στο πολύτιμο À Sergiu 
(Στίχοι: Michele Frassati / Μουσική: Ghjuvan-Claudiu Acquaviva).

Στη χώρα πέρα απ’ τα κύματα...



-         Η θάλασσα είναι ωραία, ο άνεμος καλός, τα θαλασσοπούλια φτιάχνουν τις φωλιές τους. Ας φύγουμε, Δάσκαλε, για τη χώρα πέρα απ’ τα κύματα.
-         Ας φύγουμε, είπε ο ηλικιωμένος ζωγράφος.






Μια βάρκα καταλάμβανε όλο το πρώτο πλάνο. Απομακρυνόταν λίγο-λίγο, αφήνοντας πίσω της ένα λεπτό αυλάκι που ξανάκλεινε πάνω στην ασάλευτη θάλασσα. Ήδη πια δεν ξεχώριζες τα πρόσωπα των δυο ανδρών που κάθονταν στην πιρόγα. Διέκρινες όμως ακόμη την κόκκινη εσάρπα τού Λινγκ, και η γενειάδα τού Βανγκ-Φο κυμάτιζε στον άνεμο.



Κάποιοι έχουν το ταλέντο να ακούν το θλιμμένο τραγούδι των φαλαινών, όταν έρχεται η ώρα.


Καταλαβαίνουν από το γρύλισμα ενός σκύλου και το σεμνό σκύψιμο τού κεφαλιού του στο χώμα.


Ακούν το μακρινό βουητό από τα νταούλια που κάνουν τη δική τους περιφορά πάνω στα υψώματα.


Δεν τούς τρομάζει το ανέκφραστο παιδί με το ποδήλατο που τούς κοιτάζει κατάματα και τούς ακολουθεί σιωπηλά ως το κατώφλι τού σπιτιού τους.



Το αυλάκι σβήστηκε από την έρημη επιφάνεια, και ο ζωγράφος Βανγκ-Φο με τον μαθητή του Λινγκ εξαφανίστηκαν για πάντα πάνω σ’ αυτή τη θάλασσα από μπλε νεφρίτη που μόλις είχε σκαρώσει ο Βανγκ-Φο.



Κάποιοι, όταν είναι έτοιμοι να βγουν, έχουν τη μαγική δύναμη να ζωγραφίσουν οι ίδιοι τη δική τους      πόρτα.






Τα αποσπάσματα είναι από τη νουβέλα Comment Wang-Fô fut sauvé
(Marguerite Yourcenar, Nouvelles Orientales, Éditions Gallimard, 1963),
σε μετάφραση δική μου.

Στο βίντεο ακούμε το Le paradis blanc
σε στίχους, μουσική και ερμηνεία τού Michel Berger.

Των ανθρώπων τού χθες.




Καθώς επέστρεφα στο σπίτι σήμερα το απόγευμα,
φρόντισα ν’ ανέβω σιγά-σιγά τις σκάλες.

Να μην κάνω θόρυβο.

Μην ακουστώ που φτάνω στο διαμέρισμα.

Μόλις έφτασα στο κατώφλι,
άκουσα νότες πιάνου από μέσα.

Γνωρίζω για την παρουσία τους.

Όταν φεύγω για λίγο από το σπίτι,
κατεβαίνουν από τα κάδρα,
ξαναβρίσκουν το αχνό τους χρώμα
και γιορτάζουν την επιστροφή τους.

Καταλαμβάνουν το θρόνο μου στο σαλόνι
και δοκιμάζουν το στέμμα μου.

Δε με πειράζει γιατί γνωρίζω.

Κάποιος κάθεται στο πιάνο με την ουρά
και παίζει την παλιά εκείνη μελωδία.

Το βαλς εκείνο.

Αναγνωρίζω τον σκοπό
σα να τον έχω κληρονομήσει από κάπου.

Σα να τον έχω γράψει εγώ,
ή να τον έχω κάποτε χορέψει.

Κατά καιρούς,
σε χρόνο ανύποπτο,
ακούω να επανέρχεται μέσα μου
το επαναλαμβανόμενο αυτό μοτίβο…

…τι-τα-τα, τι-τα-τα, τι-τα-τα…

…την ώρα που ποτίζω τις φτέρες στο μπαλκόνι…
…που ετοιμάζω κάποιο γλυκό στην κουζίνα…
…ή όταν κάνω μπάνιο…


Σήμερα, δίστασα για λίγο
πριν βάλω το κλειδί στην πόρτα.

Άκουσα γέλια από μέσα.

Κάποιοι είχαν παραμερίσει, φαίνεται, τα έπιπλα
και χόρευαν τον σκοπό αυτό μες στο σαλόνι.

Άκουσα ποτήρια να τσουγκρίζουν
και προπόσεις σε ακατάληπτη γλώσσα.


«Τώρα τι κάνω;» σκέφτηκα.

Αυτή η συνάντηση θα ήταν ίσως πολύ ανοίκεια.

Ανοίκεια, παρόλο που γνωρίζω.

Ανοίκεια, ίσως περισσότερο για εκείνους.


Έβαλα τα κλειδιά πίσω στο σακίδιο,
έστριψα βιαστικά
και είπα ότι δε χάθηκε κι ο κόσμος

Félix



« The world is a stage » a dit Shakespeare.
Que d’acteurs mal distribués!

«Ο κόσμος είναι μια σκηνή» είπε ο Σαίξπηρ.
Μα πόσο ατυχής η διανομή των ρόλων!


Un étranger m’a dit que mon voisin avait la plus belle voix du monde.
Quand donc découvrirai-je les choses par moi-même ?

Ένα ξένος μού ‘πε ότι ο γείτονάς μου έχει την πιο όμορφη φωνή τού κόσμου.
Πότε θα μάθω επιτέλους ν’ ανακαλύπτω τα πράγματα από μόνος μου;


Quand vous êtes heureux, vous ne vous défendez pas.

Όταν είσαι ευτυχισμένος, δεν αμύνεσαι.


Les bons livres ne restent pas neufs.
Comme les bons hommes, on les use vite.

Τα καλά βιβλία δεν παραμένουν καινούργια.
Όπως οι καλοί άνθρωποι, γρήγορα χρησιμοποιούνται.


Les oreilles ont des murs.

Και τ’ αφτιά έχουν τοίχους.


On court à celui qu’on aime.
À celui qui nous aime, on marche.

Σ’ αυτόν που αγαπάμε, πάμε τρέχοντας.
Σ’ αυτόν που μάς αγαπά, πάμε περπατώντας.


Les sentiments prennent racine comme les herbes.
Il faut le terrain.

Τα συναισθήματα ριζώνουν όπως τα χόρτα.
Απαιτείται έδαφος.


Abuse du présent.
Laisse le futur aux rêveurs et le passé aux morts.

Εκμεταλλεύσου το παρόν.
Άσε το μέλλον στους ονειροπόλους και το παρελθόν στους νεκρούς.


Elle n’est pas manquée ta vie,
si tu aides les autres à réussir la leur.

Δεν πήγε χαμένη η ζωή σου,
αν βοηθάς τούς άλλους να τα καταφέρουν στη δική τους.


Chaque pomme est une fleur qui a connu l’amour.

Κάθε μήλο είναι ένας ανθός που γνώρισε τον έρωτα.


Quand il tombe, l’arbre fait deux trous.
Celui dans le ciel est plus grand.

Όταν πέφτει, το δέντρο ανοίγει δύο τρύπες.
Αυτή στον ουρανό είναι μεγαλύτερη.


Toute la nuit, la lumière est restée allumée chez la lune.
Elle est peut-être malade.

Όλη νύχτα, το φως ήταν αναμμένο στο φεγγάρι.
Θαναι άρρωστο, φαίνεται.


On reconnaît la poésie en y goûtant, comme l’eau.
La très pure coule dans la solitude du cœur de l’homme.

Την ποίηση την καταλαβαίνεις στη γεύση, όπως το νερό.
Η πολύ καθαρή αναβλύζει στη μοναξιά μες στην καρδιά τού ανθρώπου.


Je n’ai pas vu toutes les merveilles du monde,
mais j’ai sûrement vu la plus belle et c’est mon pays.
Où que je sois sur terre, je l’emporte dans ma guitare.

Δεν έχω δει όλα τα θαύματα τού κόσμου,
μα σίγουρα έχω δει το ομορφότερο, κι αυτό είναι ο τόπος μου.
Όπου κι αν βρίσκομαι πάνω στη γη, τον κουβαλάω μες στην κιθάρα μου.



Δεκατέσσερις σκέψεις από το σημειωματάριο
τού ποιητή και τραγουδοποιού Félix Leclerc (1914-1988).

Le calepin d’un flâneur
Montréal: Fides, 1961.

© Απόδοση: Δημήτρης Αναγνωστόπουλος