Επισκεπτήριο
























23 / 8 / 2009, 16:27, ΚΕΠΒ (Θήβα)

Επισκεπτήριο, στη σειρά,
όλοι για μία αγκαλιά
και πάλι πίσω.
Να πάρω μόνο μια στιγμή
για να ξορκίσω την ποινή
που έχω να εκτίσω.


Wstawać!























22 / 8 / 2009, 06:55, ΚΕΠΒ (Θήβα)

Τέτοια ώρα
εκεί έξω,
δεν τούς νοιάζουν τα εγερτήρια
και τα μικρά-μικρά μυστήρια:
πώς να ξεπλύνεις από πάνω σου το χτες
για ένα καινούργιο τώρα.

από μέσα


Ξέρω το γέλιο 
που από μέσα σου γελάς,
μα αναρωτιέμαι αν μ’ αγαπάς
ή αν πονάς 
για την κατάντια αυτού τού τόπου...


j’sais pô




t'sais, moi là,
j'me croyais au début d'mon chemin,

puis j'en vois déjà le bout.

quossé ça?

c'est-tu normal?

Κούκλες






Και τώρα τι να κάνει;
Που όλη την αγάπη της την έδινε σε κούκλες;
Μεγάλωσε και πάνε...

Πώς ν’ αγαπήσει;
Οι άνθρωποι δεν είναι από πορσελάνη...
Κι όμως σπάνε...






 

Ελευθερία vs Φαντασία
























Είναι η ελευθερία
αντιστρόφως ανάλογη
τής φαντασίας;


Τη μια μέρα, είσαι κλεισμένος,
δέσμιος παρά τη θέλησή σου
(γιατί υπάρχουν και οι άλλες οι δεσμεύσεις),
και με το μυαλό σου
πλάθεις χίλιες δυο ελπιδοφόρες εκδοχές
ελευθερίας.

Την άλλη μέρα, είσαι ελεύθερος
να ανήκεις στον εαυτό σου.

Κι εσύ, μαλάκα, έχεις ξεχάσει.

Και τίποτα απ’ την αρχή
δεν έχεις δύναμη να ονειρευτείς.


Να λοιπόν. Σού δίνω την ελευθερία σου.
Εσύ ξέρεις τι θα την κάνεις; 

Περιμένω...


















Περιμένω πώς και πώς
να τελειώσει τής ζωής η δέσμευση
για να βγω και πάλι να παίξω
με τα παιδιά στην πλατεία




δυσκολία


















πάντα βλέπω τη δυσκολία 
γιατί...

 υ π ά ρ χ ε ι



πάντα την ξεπερνώ 
γιατί...

 μ π ο ρ ώ




un pájaro perdido


Toda la vida es un pájaro perdido
en un desierto océano de olvido.


















 Si al soñar nadie dice estoy soñando,
nadie al vivir recuerda haber vivido!




Obra escogida, Nuevos Rubáiyát, 45,
Franz Tamayo


Μανταρίνι



Όπως μυρίζει το άδειο σπίτι
Φρεσκοβαμμένο, με νέο ιδιοκτήτη

Όπως πλησιάζει λίγο ο χειμώνας
Οι απουσίες μοιάζουν αιώνας

Όπως μυρίζει το μανταρίνι
Έτσι θυμάμαι κι εγώ εκείνη
Έντονο τ’ άρωμα μού 'χει μείνει

Έτσι όπως λούζεται φως η κουζίνα
Έτσι θυμάμαι κι εγώ όλα εκείνα

Πράγματα, λόγια˙ μικρά, μεγάλα
Κάθε σκαλί που είχε η σκάλα

Όταν μυρίζει το μανταρίνι
Δάκρυα στα μάτια μου όταν αφήνει
Τότε θυμάμαι κι εγώ εκείνη


κόκκινο



γύρω σου γκρίζο 
σκυρόδεμα

κι εσύ ποτίζεις με 
οινόπνευμα

για να φουντώσει το
 
κόκκινο

των τριανταφύλλων




17 / 10 / 2009, εν ώρα φρουράς (Ρίζια)

Το τζάμι στο λεωφορείο







θα πάρω να φύγω
το λεωφορείο
χωρίς εισιτήριο
χωρίς αντίο
στο διυλιστήριο
μέσα στο κρύο
με ένα χαμόγελο
κι άλλο ένα, δύο
από το τζάμι
στο λεωφορείο




Πᾶς Ἀλωμένος



 

Zeni ‘su en ise ettù ‘s ti Kalimera 


Ο άνεμος φέρνει την αλμύρα ενός μακρινού πελάγους. 
Εγώ στέκω πασσαλωμένος στη στεριά, 
και ατενίζω απέραντα λαγκάδια. 
Φτερά δεν έχω άλλα απ’ αυτά τής φαντασίας μου. 
Ο άνεμος αρκείται όμως σ’ αυτά, 
και με βοηθάει να πετάξω... 
σε τόπους υγρούς, 
να γνωρίσω κι άλλη υγρασία από αυτή τής νυχτερινής ηπιότητας. 
Να γνωρίσω μέρη με αλλιώτικο φως, 
άλλο απ’ αυτό τού δειλινού που πέφτοντας με πνίγει. 

Νησιά που κρύβονται πίσω από κάστρα επιφυλακής και παρατηρητήρια. 
Πειρατής –με τα δυο μου μάτια κλειστά– 
θα κινήσω 
να τα κατακτήσω, 
να τα καταλάβω

Να μιλήσω μακρινή λαλιά 
Ελληνικήν ωστόσο 
που άντεξε και μέστωσε santo κρασί στο χρόνο, 
κι ας χρειάστηκε να μείνει 
κλεισμένη σε υπόγεια. 
Να πιω γουλιά-γουλιά 
από την Ιστορία. 

Μα ποια θα ‘ναι τα όπλα μου; 
Εγώ δεν έχω Γνώση. 
Και δίχως τέτοιο χάρισμα
 πώς θα τους σαγηνέψω; 
Πώς θα μ’ αναγνωρίσουνε κι εμένα σαν δικό τους;



Μνήμη


forget-me-not




Στο γλαστράκι τής μνήμης
σπείρε ό,τι μπορέσεις.

Καταπάτησε κτήματα άλλων.
Ξερίζωσε ιδέες.

Την τελευταία Άνοιξη
μόνο αυτό θα έχεις.






Συνωμοσίες


 Τις φοβάμαι τις συνωμοσίες τού Σύμπαντος.
Μα πιο πολύ
αυτές των ανθρώπων φοβάμαι.
Ώρες-ώρες περνάει απ’ το μυαλό μου
ότι η ζωή μου δεν είναι παρά μια τέτοια συνωμοσία.


Ποιο θα ήταν, όμως, το όφελος;
Εξάλλου, όλοι με την ίδια βάρκα δε βουλιάζουμε;


Απλά,
μού φαίνεται λίγο ύποπτο
το γεγονός ότι είμαι ο μόνος που ψάχνει για σωσίβιο.


Αν τύχει,
-λέω-
αν τύχει κι ανακαλύψω,
αργά ή γρήγορα, μια μέρα,
πως ήταν όλα ένα ψέμα,


τότε...


τότε θα ανοίξω διάπλατα το στόμα μου,
κι ολόκληρη η Γη
θα κλονιστεί συθέμελα
από την ΚΡΑΥΓΗ μου.


Ο ουρανός θα πέσει σε θραύσματα
και θα κόψει όλους τούς ψεύτες γύρω μου.


Αχ, και τότε...


και ο Θεός ο ίδιος
θα μείνει ακάλυπτος.
Δε θα μπορεί πια να με εξετάζει
πίσω από το γαλάζιο αδιαφανές του τζάμι.


Και δε θα είμαι πια το πιόνι
στο παιχνίδι κανενός!

Το πλυντήριο




















Από μικρό παιδάκι είχα αυτή την εμμονή με το πλυντήριο.
Ναι, μια ακόμη εμμονή μου απ’ τις πολλές.

Έπαιρνα μια χοντρή πετσέτα, την έστρωνα πάνω στο κρύο μωσαϊκό μπροστά από τη συσκευή, καθόμουν επάνω και παρακολουθούσα με τις ώρες τον κάδο να γυρίζει.
Πότε δεξιά για λίγο, πότε αριστερά.
Μετά παύση.
Για λίγο.

Σίγουρα θα ‘χει μελετηθεί το φαινόμενο και θα ‘χει μάλιστα και κάποια ιδιαίτερη επιστημονική ονομασία.
Σίγουρα, γιατί δεν ήμουν ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο παιδί που,
αντί για τηλεόραση,
προτιμούσε να βλέπει πλυντήριο.
Άσε που και μετέπειτα στη ζωή ήρθαν τα downloading bars και το disk defragmentation να καλύψουν το κενό που άφησε η εγκατάλειψη εκείνης τής παιδικής συνήθειας.

Δεν ξέρω για τα υπόλοιπα,
όμως εγώ
πιστεύω ακόμα στο πλυντήριο.

Κι ήρθε νομίζω η ώρα για μια πλύση.
Κύρια και καίρια.

Ήρθε ο καιρός να βγάλω από πάνω μου
ετούτο το κορμί,
την αθλία πανοπλία μου,
και να την ρίξω με μια κίνηση
στον κάδο τού πλυντηρίου.

Μέρες τώρα είχα παρατηρήσει να εξαπλώνεται
ολοένα και περισσότερο
εκείνος ο λεκές τής απογοήτευσης
λίγο πιο κάτω από την περιοχή τού στήθους.

Ναι, πλυντήριο, γιατί δεν είναι για χέρι.
Δεν είναι στο χέρι μου.

Τώρα.
Να προλάβω.
Να προλάβω μην ποτίσει η ψυχή.




Υ.Γ.: Η σκόνη με τούς μπλε και πράσινους κόκκους εφησυχασμού
δεν κάνει δουλειά.

Θέλει δραστικότερες λύσεις.

Καμία πρόταση;





Τὰ Ψάρια


Τὰ Ψάρια 
Γιώργος Κ. Καραβασίλης


Τὸ κύμα π’ ἄγγιξε τὴν πιὸ ψηλὴ κορφὴ τῆς γῆς
Ἐτίναξε τὰ ψάρια στὰ οὐράνια.
Τὰ χρώματά τους κολυμποῦσαν μὲς στὰ σύννεφα,
Τ’ ἀστραφτερά τους λέπια τύφλωναν τὸν ἥλιο,
Τὸ γαλανὸ τῆς ἀπεραντοσύνης,
Ὅταν καινούργιο κύμα τὰ ξεκρέμασε
Καὶ τά ‘σπειρε βαθιά του.
Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ θάλασσα καὶ οὐρανὸς
Δὲν μάντευαν τὸ χωρισμό τους.

Ὅταν σκοτάδι-φῶς δοκίμαζαν ἀκόμα τὴ Σιωπή.


Από τη συλλογή Τὰ Φιλέρημα [1979-1983].
Ο Γιώργος Κ. Καραβασίλης ήταν ποιητής, μεταφραστής, δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1949 και πέθανε στην Αθήνα το 2004.