S P O i L E R !


Καμιά φορά το αυτονόητο
            είναι μπροστά στα μάτια σου,
                     κι εσύ απλά δεν το βλέπεις...



                                    Η ζωή...

                            είναι ωραία, φίλε μου!

-αρκεί να μη σ' τη φάει το ποντίκι-


Uncool





I'm not cool.

That's okay...

I'm fine with my obsessions


because

I don't think it makes me any less intelligent.



...είπε κάποτε κάποια Stéphanie Verge,
κι εγώ συμφώνησα τόσο πολύ μαζί της...


Photo credits

Grande Raccordo

    Περιφερειακός Δακτύλιος
 

Τα μαγαζιά είναι ακόμα κλειστά και μού αρέσει να διαβάζω τα κακογραμμένα κι ανορθόγραφα συνθήματα που διακρίνονται πάνω στα ρολά. Πολλά σχολιάζουν αθλητικά γεγονότα που βράζουν, φωτιά και λάβρα, από μεροληψία, άλλα φιλοσοφούν πάνω στον έρωτα και καμιά φορά μεταβάλλονται καθώς προχωράει ο δρόμος και η ώρα.

Έτσι, για παράδειγμα, μού έτυχε να κατασκοπεύσω την πικρή ιστορία με τον Ψύλλο και την Ψιψίνα˙ τα πρώτα παθιάσματα, τα παινέματα, τους όρκους, τις πρώτες διαφωνίες, τους καβγάδες. Αυτά τα παιδιάστικα ονόματα με έκαναν να χαμογελώ, μού κάνανε πιο ευχάριστη τη διαδρομή, ή έστω λιγότερο κοπιαστική.

Σκεφτόμουν πως κι εμένα θα μού άρεσε να αποκαλώ Ψιψίνα τη γυναίκα μου˙ κι αν αυτό δε συμβαίνει, είναι από αμηχανία, γιατί οι κρόταφοί μου έχουν πια αραιώσει και ο χρόνος φεύγει ολοταχώς.

Όταν διάβασα πάνω στο τελευταίο ρολό τού δρόμου πως η Ψιψίνα αγαπάει τον Ταυρομάχο, ενοχλήθηκα, κι από τότε, κάθε φορά που φτάνω σ’ εκείνο το σημείο, πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάζει πάντα ίσια μπροστά.

Πολύ συχνά υπάρχουν και ζωγραφισμένα ανδρικά όργανα που στάζουν, μοναχικά, σαν τους άνδρες και τις γυναίκες που αυτήν την ώρα ξεχύνονται στο φως τής ημέρας μέσα από τις κοιλιές των σπιτιών.




Marco Lodoli, Grande Raccordo, Bompiani, 2000. 
(Απόσπασμα) 


Ιστορίες μέσα απ' το καλειδοσκόπιο. Σύγχρονα ιταλικά διηγήματα. Μετάφραση από τους φοιτητές τού Διαπανεπιστημιακού Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μετάφραση – Μεταφρασεολογία» τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Επιμέλεια: Φανή Καζαντζή, 
εκδ. Περίπλους & Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2005.


Εκσκαφέας



Είναι μια χώρα ο πρότερος καιρός.


Κι εμένανε, καπνίζει ακόμη
το τρενάκι που με έφερε ως εδώ… 

στην ενήλικη εξορία μου.
 

Σε κάθε βήμα
ακούω ακόμη
το κροτάλισμα
τής ξύλινης σαρανταποδαρούσας μου.


Αν ξύσω την κρούστα στο γόνατο,

θ’ αρχίσει πάλι να πυορροεί
η παιδική μου πτώση.


Ήταν ασφάλεια ο πρότερος καιρός.


Και ναι,

είμαι πια εντελώς
απροστάτευτος…

Ξεμείνανε πίσω,

σύντροφοι σοφοί Ινδιάνοι,
και στρατιωτάκια και G.I. Joe.


Θεέ μου,

τόσον καιρό έχτιζα τον κόσμο μου

με έναν κίτρινο πλαστικό εκσκαφέα. 


βιβλία ανοιχτά

στον φίλο Σείριο που ήταν η έμπνευση



Είμαστε βιβλία ανοιχτά...

Όμως πολύ καινούργια ακόμη...

Κάποιος να 'ρθει να κόψει
τις άκοπές μας τις σελίδες...

Για να μπορούν να διαβαστούν
τα τόσα ανάμεσα κρυμμένα...



γραμμές


Από τη μία,
μ' αρέσει να κοιτάζω αυτές τις γραμμές κάτω απ' τα μάτια μου.

 

Από την άλλη,
με τρομάζει που μαρτυρούν πράγματα που ακόμη δεν έκανα.

Ο φωταγωγός




Κάθε χρονιά, τέτοια εποχή

που είναι τα μεσημέρια έξω

πυρακτωμένα κεραμίδια,

τη ζωογόνο μου πνοή

την παίρνω

απ’ το παράθυρο που βλέπει

φωταγωγό

μες στην κουζίνα.



Φυσάει ένα αεράκι Πάρε Με,


ζεστή φωνή τής Δήμου.



Κι ώσπου να ‘ρθει να με πετύχει,


έχει μαζέψει στο δρόμο του

βασιλικούς και γιασεμιά,

βανίλια άρωμα τής θείας Σταμάτας,

το απορρυπαντικό των πιάτων τής από πάνω…

το καλοκαίρι εκείνο,

το καλοκαίρι το άλλο…



Φέρνει και νότες ενοχής.




Εσύ, όταν χάνεις κάτι, νιώθεις ένοχος;


Εγώ ναι.



Όπου και να ‘σαι,


θα θυμάσαι…



Αθήνα, αρχές τού ενενήντα:




Σάββατο μεσημέρι.


Θερμοσίφωνας αναμμένος.

Να μπούμε για μπάνιο,

η μαμά επιμένει,

έχει πλυντήριο να βάλει.

Και τηγανίζει κεφτεδάκια στην κουζίνα.



Δεν τα κάνει πια τόσο ωραία.


Γιατί;



Mega Star, δέκα μάγισσες τα δάχτυλά σου




Σπίτι για πέντε…




Περιμένουμε κι εμείς μωράκι!




Ποδήλατο και rollers στη γειτονιά,


και μια φτελιά για απόσκιο.



Τ’ αγαπώ τα τσιγγανάκια που μένουν τώρα εκεί.



 

«Θέλω να πω…»



Οι πράξεις είναι
άμεσο αποτέλεσμα
των προθέσεων, λένε.

Όταν έχεις τις καλύτερες προθέσεις,
όμως οι πράξεις σου δεν εκλαμβάνονται
ως οι καλύτερες δυνατές,
τι κάνεις;


α)   Εξηγείς (με δυσκολία πάντα) τις προθέσεις σου;

β)   Παύεις να πράττεις;

γ)   Αλλάζεις προθέσεις;

δ)   Άλλο;




Karakasim




Πέμπτη, 5 / 11 / 2009

Ποιο κάρμα ξέρει άραγε γιατί,
ενώ βρισκόμουν ως ΔΒ στο ΚΔΠ τής Μοίρας
εν μέσω τής άσκησης "Βαλλίστρα",
και εξέταζα τούς υπάρχοντες χάρτες βολής,
την προσοχή μου τράβηξε η ονομασία αυτή,


...αυτή η αντιδιαστολή:

ΟΡΕΣΤΙΑΣ - ΚΑΡΑΚΑΣΙΜ

'α κάνω νάνι...




‘α κάνω νάνι...
πόσο να κάνει
λίγη ξεκούραση
σ’ ένα ντιβάνι;

αφήστε με να κάτσω λίγο εκεί
‘α κάνω νάνι...

γιατί η αγάπη τού μπαμπά
δε φτάνει
ως την Αμερική

Μια κοινωνία σε πτώση


Δεν είναι τίποτ' άλλο από μια κοινωνία σε πτώση!
Κι όμως, σημασία δεν έχει η πτώση,
αλλά η πρόσκρουση.







ΣΚΗΝΗ 39
ΤΟΥΑΛΕΤΕΣ ΜΠΙΣΤΡΟ… ΕΣΩΤ. ΜΕΡΑ

[…]

ΥΜΠΕΡ. – Με ποιον πιστεύεις ότι τα ‘χεις βάλει; Νομίζεις ότι εσύ θ’ αποκαταστήσεις την ισορροπία; Είσαι εντελώς βαρεμένος, κακομοίρη μου. Κάτι τύποι σαν κι εσένα, με τη νοοτροπία τού ράπερ τού σούπερ-μάρκετ, είναι αυτοί που χαλάνε τη γειτονιά μας. Αν είχες πάει στο σχολείο αντί να τριγυρίζεις σαν την άδικη κατάρα, θα ‘ξερες ότι η ιστορία μάς διδάσκει ένα πράγμα: ότι το μίσος φέρνει μίσος.

ΒΙΝΖ. – Τώρα μού κάνεις κήρυγμα; Είσαι τόσο ανώτερος από ‘μας που να μάς υποδεικνύεις πάντα ποιο είναι το σωστό και ποιο δεν είναι; Γιατί δεν παίρνεις ποτέ το μέρος μου; Γιατί είσαι πάντα με το μέρος των γαμημένων; Εγώ είμαι μια ζωή στο δρόμο, κι ο δρόμος μ’ έμαθε ένα πράμα, δηλαδή ότι τίποτα δε λύνεται με το να γυρίζεις και τ’ άλλο μάγουλο.

ΥΜΠΕΡ. – Τι μαλακίες λες τώρα; Για ποιους γαμημένους μιλάς; Μόλις έβαλες στο σημάδι έναν μπάτσο μ’ ένα όπλο μπάτσου. Θα μπορούσαν να σ’ είχαν σκοτώσει, κι εμάς μαζί σου!!!

(Ένας θόρυβος από καζανάκι τουαλέτας διακόπτει τον Υμπέρ. Οι τρεις νέοι στρέφονται προς τις τουαλέτες. Δεν είχαν αντιληφθεί την παρουσία ενός μικροκαμωμένου κυρίου που βγαίνει από μια τουαλέτα και πηγαίνει να πλύνει τα χέρια του, περνώντας ανάμεσα στον Υμπέρ και τον Βινζ, που είναι σιωπηλοί κι ενοχλημένοι. Ο μικροκαμωμένος κύριος πλένει τα χέρια του, κοιτάζοντάς τους μέσα από τον καθρέφτη.)

ΚΥΡΙΟΣ. – Ωραίο πράμα το χέσιμο.

(Οι νέοι αλληλοκοιτάζονται αμήχανα.)

ΚΥΡΙΟΣ. – Πιστεύετε στο Θεό;

(Οι νέοι συνεννοούνται με το βλέμμα και μουρμουρίζουν μια απάντηση.)

ΚΥΡΙΟΣ. – Εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει ν’ αναρωτιόμαστε αν πιστεύουμε στο Θεό, αλλά αν ο Θεός πιστεύει σ’ εμάς… Εγώ πιστεύω ότι πιστεύει σ’ εμάς, γιατί ο Θεός μάς βοηθά και κάνει και βγαίνουν τα σκατά, το ξέρατε αυτό;

(Οι νέοι χαμογελούν χωρίς ν’ απαντήσουν.)

ΚΥΡΙΟΣ. – Όταν ήμουνα νέος, είχα ένα φίλο που τον έλεγαν Γκρυνσλάβσκι. Ήμαστε μαζί στο Νταχάου κι ύστερα, όταν μάς πήρανε από το Νταχάου, μάς μετέφεραν σ’ ένα στρατόπεδο στη Σιβηρία. Όταν σε πάνε στη Σιβηρία, σε στρατόπεδο εργασίας, ταξιδεύεις με κάτι βαγόνια μεταφοράς ζώων που διασχίζουν τις παγωμένες στέπες για πολλές μέρες χωρίς να βλέπεις ψυχή. Και βέβαια όταν βρίσκονται πολλοί μαζί σ’ ένα βαγόνι αντιμετωπίζεται καλύτερα το κρύο, ζεσταίνεται ο χώρος απ’ τα χνώτα, αλλά όταν είναι ν’ ανακουφιστείς, να χέσεις, δεν είναι δυνατό μέσα στο βαγόνι, και οι μόνες στιγμές που σταματούσαμε ήταν όταν έπρεπε να βάλουμε νερό στην ατμομηχανή. Αλλά ο Γκρυνσλάβσκι ήτανε ντροπαλός, ακόμα και στο Νταχάου τον πείραζε πολύ όταν έπρεπε να πλυθούμε όλοι μαζί. Κι εγώ τον κορόιδευα συχνά γι’ αυτό. Λοιπόν, το τρένο σταματάει κι όλος ο κόσμος επωφελείται για να τρέξει πίσω απ’ τα βαγόνια και να χέσει. Αλλά είχα κάνει τόση πολλή πλάκα στον Γκρυν σχετικά μ’ αυτό, που προτίμησε να πάει λίγο πιο πέρα. Κι όταν το τρένο ξεκίνησε ξανά, όλος ο κόσμος πήδηξε πάνω, γιατί το τρένο δεν περιμένει. Το πρόβλημα είναι ότι ο Γκρυνσλάβσκι, που είχε απομακρυνθεί κι είχε τρυπώσει πίσω από ένα θάμνο, δεν είχε τελειώσει το χέσιμο. (Στη θύμηση εκείνων των εικόνων, ο ηλικιωμένος κύριος αρχίζει να χαμογελά.) Λοιπόν, τον βλέπω να ξεπροβάλλει πίσω από το θάμνο, κρατώντας το παντελόνι του με τα δυο χέρια για να μην τού πέσει, και προσπαθεί να σταματήσει το τρένο. Τού απλώνω το χέρι, αλλά κάθε φορά που μού απλώνει τα δικά του χέρια, αφήνει το παντελόνι του το οποίο πέφτει. Το ξανανεβάζει και τρέχει και το παντελόνι τού ξαναπέφτει κάθε φορά που μού απλώνει τα χέρια.

(Οι τρεις νέοι κοιτάζουν τον ηλικιωμένο κύριο χαμογελώντας, ακούγοντας την ιστορία.)

ΣΑΪΝΤ. – Και τι έγινε τελικά;

ΚΥΡΙΟΣ. – Τίποτα, ο Γκρυνσλάβσκι πέθανε από το κρύο.

(Το χαμόγελο των τριών νεαρών παγώνει. Ο ηλικιωμένος κύριος εξακολουθεί να θυμάται χαμογελαστός το φίλο του και ύστερα ζητά συγγνώμη και φεύγει. Οι τρεις φίλοι ανταλλάσσουν ενοχλημένα βλέμματα.)

ΣΑΪΝΤ. – Γιατί τώρα μάς την είπε αυτή την ιστορία;

(Οι άλλοι δεν αποκρίνονται.)

ΣΑΪΝΤ. – Ε, γιατί μάς την είπε αυτή την ιστορία;




Mathieu Kassovitz – Gilles Favier
ΤΟ ΜΙΣΟΣ.
Σενάριο και φωτογραφίες από την ταινία τού Mathieu Kassovitz.
Μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς.
Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1996.

Πρωτότυπο: Jusqu’ici, tout va bien…
Actes Sud, 1995.

Το σκοινί





Θα οπλιστώ με υπομονή
και θ’ αγοράσω ένα σκοινί
για να απλώσω μία-μία
κάθε μικρή μου αδυναμία…

για να στραγγίξει η μουσκεμένη μου ψυχή.



Παρασκευή, 9 / 10 / 2009,
Επιστροφή απ’ το Κουφόβουνο στα Ρίζια.


< Zagreb | Beograd >


Ništa nije jače od ljubavi,
možda jedino rat!

 

Τίποτα δεν είναι ισχυρότερο από την αγάπη.
Ίσως μονάχα ο πόλεμος!





Στίχοι & Μουσική:
Momčilo Bajagić-Bajaga

Τραγούδι τού συγκροτήματος Bajaga I Instruktori,
με τη συμμετοχή τής Jadranka Jovanović,
από το άλμπουμ «Četiri godišnja doba» (1991).

Σα γριές πουτάνες, οι λέξεις.
























Δεν πρέπει να φοβάσαι τις λέξεις.
Οι λέξεις είναι σα γριές πουτάνες.
Τις χρησιμοποιούν όλοι, 
συχνά με τούς πιο χυδαίους τρόπους.
Χρέος τού ποιητή είναι να αποκαταστήσει την παρθενιά τους,
να τις χρησιμοποιήσει σα να είναι η πρώτη φορά...


...είπε κάποτε ο Γιάννης Ρίτσος στον Nicola Crocetti.



Photo credits

Αντιμεταθέσεις τής ίδιας μοναξιάς




















Δευτέρα, 22/02/2010, Σ.Σ.Ε.

Όλοι φεύγουν ξαφνικά.
Ξαφνικά όλοι φεύγουν.
Φεύγουν όλοι ξαφνικά.

Όπως και να το πεις,
μόνος θα μείνεις.






Photo credts: Προσωπικό αρχείο
 

Η Καλαμοδόντα



Τα παλιά τα χρόνια, λένε οι αθρώποι,
κρυβόταν πάνω στα βουνά, ένα πλάσμα παράξενο.
Ψηλό ίσα με δυο μέτρα.
Είχε ποδάρια τράγου, και λύκου ουρά.
Στα τριχωτά του χέρια είχε νύχια γαμψά,
σωστές αρπάγες.
Τ’ αφτιά του, σαν τού γαϊδάρου,
δεν πολυφαίνονταν, με το τσουβάλι που ‘χε ρίξει για ρούχο.
Τα μάτια του γυαλίζαν στο σκοτάδι,
και τα δόντια του ήταν κοφτερά και μακριά
σαν καλάμια τού αγρού.
Γι’ αυτό και τ’ όνομα που τού ‘χαν δώσει οι χωρικοί
ήταν…
Καλαμοδόντα.

Την ώρα που έκανε ο ήλιος να κρυφτεί πίσω απ’ τα βουνά,
κι έπιανε ο Χουχουλόγιωργας το βαθύ του κλάμα,
το τοιχιό ερήμωνε από κοπέλες.
Καμώνονταν ότι έχουν τάχα κάποια δουλειά στη μέση,
και δεν αδειάζουν άλλο να χασομεράνε.
Τα παιδιά τού χωριού
σταματούσαν κι εκείνα την πουλάλα μες στους δρόμους και την πλατεία,
και μαζεύονταν σπίτια τους.
Κι ενώ όλη μέρα οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν τέντα,
ετώρα κλείναν και κλειδώναν δυο και τρεις φορές.
Ακόμη και οι άντρες παρατούσαν τα καφενεία.
Σκιαζόντουσαν, φαίνεται, κι ευτούνοι!

Είναι να μη σκιάζεσαι;
Πρέπει να ‘σαι μπίτι παρασάνταλος για να γυρνάς εδώ κι εκεί μες στα σκοτάδια.
Το θεριό, λένε, ετήραε ένα-γύρο να βρει αθρώπινη σάρκα να φάει.
Πόσα ορφανά χαθήκανε ‘σια-πάνω στο βουνό,
που ‘χανε βγει να μάσσουν χόρτα, και τα ‘βρε εκεί η νύχτα...


Η Καλαμοδόντα, όμως,
έχει τη δικιά της ιστορία
που την ελέγαν οι παλιοί
και που κι εγώ την ξέρω…


Θα σας την πω όμως,
μόλις με το καλό γεννηθείτε…



Pas des chiens, 1998



On n'est pas des chiens.
On nous aime un peu moins.


J'aimerais redécouvrir la vie.

Quand on se laisse enfin 
aller avec la vague,

on se retrouve 
tôt ou tard 
à la dérive...

J'aimerais redécouvrir la vie.


Blankass, "Pas des chiens", 1998
Στίχοι / Μουσική: Johan Ledoux & Guillaume Ledoux