ίδιοι



Είναι σαν την αναπνοή. Ένα μωρό γεννιέται και ξέρει από τη φύση του πώς να αναπνέει σωστά. Από την πρώτη εκείνη βαθιά και βίαιη εισχώρηση αέρα στους ανεξοικείωτους βρεφικούς πνεύμονες. Εκείνη που ξυπνάει και το πρώτο κλάμα. Έπειτα, για καιρό το ανθρωπάκι πάλλεται ολόκληρο, φουσκώνει και ξεφουσκώνει πλημμυρίζοντας με θρεπτικό οξυγόνο τον εγκέφαλό του. Βλέπεις την κοιλίτσα του να γυμνάζεται. Φυσικά. Και το ανθρωπάκι κολυμπάει σε μια ατμόσφαιρα αέρος όπως είναι φτιαγμένο από τη φύση του να κάνει.

Ύστερα, με τον καιρό και καθώς μεγαλώνει, εγκαταλείπει περιέργως αρκετές φυσικές του συνήθειες και δυνατότητες. Σταδιακά και μάλλον ραγδαίως, ακόμη και η διαδικασία της αναπνοής δυσχεραίνεται. Συντομεύεται. Οι αναπνοές γίνονται κλεφτές. Κανείς μας δεν κατάλαβε ποτέ από ποιον κλέβει τις αναπνοές του˙ το κάνει όμως ενοχικά, και όχι αβίαστα. Σταδιακά και μάλλον ραγδαίως, το σώμα γεμίζει νευρώσεις. Ένταση στους ώμους, συσπάσεις στους μυς τού προσώπου, αστάθεια στη φωνή. Μία φωνή που δε βγαίνει γεμάτη στο ξεφούσκωμα μια πνοής. Μία φωνή που δεν πρεσβεύει την ολότητά μας. Δε φέρει όλα μας τα χρώματα. Σταδιακά και μάλλον ραγδαίως, όλα εκλογικεύονται. Μπαίνουν στη ζωή μας οι προβληματισμοί και η ζωή των άλλων.

Η περίοδος τής εφηβείας κρύβει ίσως μια τελευταία αναλαμπή διαύγειας. Σαν τις αλκυονίδες που παρεμβάλλονται σε καιρό ταραχώδη. Είναι τότε που ο νέος αισθάνεται να κατέχει πλήρως τα όπλα του. Νιώθει ασφαλής στον κόσμο του. Για ένα μικρό διάστημα, έχει όλα όσα τού χρειάζονται, και άλλα δε θέλει. Αδιαφορεί για την εικόνα που ο καθένας σχηματίζει για εκείνον. Κι αυτό, γιατί η δική του εσωτερική εικόνα ξέρει να επιβάλλεται σε όλες τις εξωτερικές: εντυπώσεις, γνώμες, ιδέες των άλλων.




Οι παγίδες είναι στημένες εκεί έξω. Τις στήνουν ακούσια όσοι έχουν πέσει πρώτοι μέσα. Ο κόσμος δεν είναι από τη φύση του κακός. Εξοικειώνεται στο κακό όπως εξοικειώνεται στο να κλέβει τις αναπνοές του. Τού αξίζει το καλό, αλλά όσο περιπλανάται, παραπλανάται κιόλας. Έτσι κι ο νέος άνθρωπος. Σταδιακά και μάλλον ραγδαίως, γνωρίζει ανθρώπους. Πολλούς ανθρώπους. Διαφορετικούς ανθρώπους. Διαφορετικούς μεταξύ τους, αλλά και διαφορετικούς ως προς εκείνον. Το διαφορετικό τον συνεπαίρνει. Δεν το είχε σκεφτεί. Το γεύεται εν αφθονία. Και ύστερα αναρωτιέται αν έτσι έπρεπε να είναι πάντα. Αν κάτι είχε χάσει που δεν το είχε καν φανταστεί προηγουμένως.

Όμως, ευτυχώς.
Ευτυχώς που ανάμεσα στους διαφορετικούς παρεισφρέουν ενίοτε και οι άλλοι… οι ίδιοι (με ή χωρίς τη συνίζηση)…

Είναι τα άτομα εκείνα που αναγνωρίζεις από παλιά, χωρίς να τα έχεις γνωρίσει ποτέ πριν. Τα αναγνωρίζεις γιατί σού θυμίζουν πράγματα από τη χαμένη σου εφηβική νηνεμία. Στην αρχή βεβαίως τα φοβάσαι λίγο. Όσο φοβάσαι το βάθος σου. Θέλει επανεκπαίδευση το να είσαι πάλι εσύ˙ όπως και ο τρόπος που αναπνέεις άλλωστε.

Τα άτομα αυτά θα έρθουν για να σού θυμίσουν κάτι θεμελιώδες:

Δε χάνεις ποτέ κάτι
που δεν είχες ποτέ πραγματικά επιθυμήσει να έχεις.


Θεέ μου, μερικές φορές νομίζω πως ουσιαστικά υπάρχεις.
Κι είναι εκείνες τις φορές που συναντώ στη ζωή μου ανθρώπους που δεν κλέβουν την αναπνοή τους. Που ξέρουν ότι την αξίζουν. Που δεν τρέχουν πίσω από τίποτα. Που δε λαχανιάζουν χωρίς λόγο.

Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που σαν απεσταλμένους σου, ακόμη μού συστήνεις ανθρώπους ίδιους (με ή χωρίς τη συνίζηση)…


Δεν υπάρχουν σχόλια: