Πίσω από ‘κείνον τον βράχο.



Ένας καθαρός ουρανός, μαύρος καμβάς με φωτεινές σχισμούλες εδώ κι εκεί. Ένα ελαφρύ αεράκι να περνάει ανάμεσά μας, ζεστό σαν την ύστατη εκπνοή κάποιου αδικαίωτου εραστή που μας παρέδινε τη σκυτάλη. Οι ήχοι της Αθήνας, υπόκωφοι. Πνιγμένοι. Η πόλη μας, σαν πλοίο που βουλιάζει αργά, και δε μας νοιάζει. Ολόκληρος ωκεανός από κάτω μας, σπαρμένος με πολύχρωμα φωτάκια. Στο βάθος, μια μεγάλη επιγραφή, που και πάλι δεν ξεχώριζα τι λέει. Εσύ κι εγώ, προστατευμένοι, στην αγκαλιά ενός στοργικού βράχου. Και πίσω μας, μόνο σκοτάδι. Δανεισμένο από κάποια κόλαση˙ ποιος ξέρει;

Σιωπή. Σκέτη σιωπή, χωρίς το βάρος της. Λίγοι ψίθυροι μονάχα. Σσσσς, μη φωνάζεις. Μη μιλάς. Τα δάχτυλά μου πάνω στα χείλη σου. Ηρεμία. Τα πόδια μας στην ευθεία. Τα σώματά μας, άδεια πανωφόρια παρατημένα. Ακινησία. Τα βλέφαρά σου κατεβασμένα. Κι οι ψυχές μας ξεκλείδωτες. Ελεύθερες να ενωθούν όπως εκείνες θέλουν.





Έζησα τελικά την ευτυχία;
Και γιατί δεν πέθανα μετά;

Υποσχέσου μου…
Κάποτε, να πάρουμε πίσω αυτό που αφήσαμε
πίσω από ‘κείνον τον βράχο.





2 σχόλια:

Hfaistiwnas είπε...

Δεν χρειάζεται να πεθάνεις! :)

Trioza Urticae είπε...

Μας πηδηξες λιγακι τα αισθηματα. Για καλο το λεω ομως.

Ομορφο κειμενο, αληθεια... Πολυ.