Σε κατάσταση REM


Κόκκινη λάσπη. Σηκώνω το βλέμμα, και βλέπω μόνο κόκκινη λάσπη απάτητη. Παντού πηχτή κόκκινη λάσπη και κάποιοι μικροί νερόλακκοι εδώ κι εκεί. Τα παπούτσια μου βουλιάζουν σε κάθε βήμα. Δυσκολεύομαι να τα επαναφέρω για να προχωρήσω παρακάτω, μα δεν αγανακτώ. Συνεχίζω. Το τοπίο αχνίζει. Η γη ιδρώνει, αλλά γιατί; Όσο κι αν προσπαθώ να ερμηνεύσω το φαινόμενο, δεν καταφέρνω να εντοπίσω την αιτία.

Άτομα οικεία με ακολουθούν. Δε γνωρίζω πόσα είναι, ούτε ποιος και ποιος. Δε γυρίζω να κοιτάξω. Αισθάνομαι, ωστόσο, σιγουριά έχοντάς τα λίγες μόλις ανάσες πίσω μου. Ακούω τα βήματά τους που ζυμώνουν τη λάσπη. Γλοιώδης ήχος, μα εύκολα ανεκτός όταν δε συνοδεύεται από την αίσθηση της καταδίωξης.

Κοιτάζω μπροστά. Μπορώ να πω πως το μέρος μού φαίνεται γνωστό. Ναι, το γνωρίζω. Παρόλο που είναι μονάχα μια ευθεία πεδιάδα, έχει εκείνη τη χαρακτηριστική αύρα. Είναι η αλλοτινή κοιλάδα με τους καθρέφτες. Μόνο που δεν είναι πια όπως την είχα αφήσει την τελευταία φορά. Εδώ, στης πόλης την άκρη, όταν είχαμε έρθει κάποτε με τον παππού, υπήρχαν διάσπαρτες κάποιες βίλες. Τώρα τίποτα. Μονάχα ορίζοντας κενός. Δίχως ήλιο ούτε φεγγάρι, ούτε ένα σύννεφο ή ένα πουλί. Ορίζοντας κενός και ματωμένος. Και η κοιλάδα, λασπωμένη. Και θαμμένοι, φαίνεται, οι καθρέφτες που άλλοτε φυτρώναν κάπου εδώ τριγύρω.

Βαδίζω με κόπο μέσα στις λάσπες, και ξέρω ότι κάπου θέλω να πάω. Όμως, δεν ξέρω πού. Και δε βρίσκεται τίποτα μέσα στο οπτικό μου πεδίο που θα μπορούσε ίσως να με προσελκύσει. Κι έπειτα, σκέφτομαι και όλους εκείνους που μ’ ακολουθούν κατά πόδας, ασθμαίνοντας αδιαμαρτύρητα. Μάλλον πιστεύουν πως εγώ τους οδηγώ. Ακούω κάμποσες ανάσες. Δε γυρίζω να κοιτάξω.

Το σώμα μου με πηγαίνει, κι εγώ το εμπιστεύομαι. Ώρα με την ώρα, όμως, η αμφιβολία αρχίζει να κυριεύει το μυαλό μου. Πώς μπορώ να εμπιστευτώ όταν δε γνωρίζω; Πολύ περισσότερο όταν έχω να μεριμνήσω και για κάμποσες απρόσωπες ανάσες ξωπίσω μου. Δε γυρίζω να κοιτάξω, μα μες στο κεφάλι μου αρχίζω να ουρλιάζω για βοήθεια. Είμαι μπροστά ˙ δε μου επιτρέπεται να δηλώσω άγνοια της διαδρομής. Κάποιοι, φαίνεται να με εμπιστεύτηκαν ως εδώ. Μα πού πάω; Ποιοι είναι αυτοί οι κάποιοι που μ’ ακολουθούν; Και γιατί;


Από το πουθενά, ακούω μια βαθιά μειλίχια φωνή να αντηχεί στον κενό ορίζοντα σαν σε κλειστό δωμάτιο:

«Μητσάρα… τράβα το δρόμο σου και μη λογαριάζεις. Μη σκιάζεσαι τίποτε. Δεν είσαι μοναχός σου. Κάποιοι αθρώποι θα σ’ αγαπάνε και θα σ’ ακολουθάνε πάντα. Και μες στες λάσπες, αν χρειαστεί. Στο τέλος θα τηράξεις να ιδείς τι λογιοί είναι. Οι άλλοι, οι λουλάδες που τάχα καμώνονται ότι σ’ αγαπάνε, δε θα βαστήξουνε πολύ. Θα τους πάρει η λάσπη. Στο τέλος θα τηράξεις να ιδείς

Ήταν η φωνή του παππού μου.



1 σχόλιο:

Hfaistiwnas είπε...

Όνειρο ε;
Τρομακτιό φαίνεται, η οικειότητα της φωνής του παππού, σίγουρα σε έβγαλε από το φόβο...
Σου έδειξε το σωστό..