Ας σπάσουμε λοιπόν καρύδια.





Σα να ‘ρθε η ώρα για να σπάσουμε καρύδια, γιαγιά.
Κοίταξε, γέμισε το δέντρο.
Κι έχει ξαπλώσει κι ο παππούς ˙
ποιος θα τινάξει τώρα για ‘κείνον;

Στάσου, θα κάνουμε το άλλο…
Θα με σηκώσεις εσύ στα χέρια σου,
κι εγώ θα φυσήξω έξω μία απ’ τις ψυχές μου.
Κι έτσι θα πέσουν όλα, φύλλα και καρύδια.

Ας σπάσουμε λοιπόν καρύδια.
Τέτοιες ώρες που δεν έχει άλλη ζωή, ας κλειστούμε στην κουζίνα.
Αφού μονάχα το σώμα μας έχουμε δικό μας.
Κι ετούτο, όχι για πλήρη χρήση.
Ας σπάσουμε λοιπόν καρύδια.

Κι ας θυμηθούμε τα τραγούδια τα παλιά
που τα ‘λεγαν οι συμμαθήτριές σου οι Νηρηίδες
κάτω στο τοιχιό.

Ξέρεις, ήμουν στενός φίλος της Ηχούς,
και φυλάω μέσα στον λαιμό μου τα μυστικά αιώνων.
Όμως, ας τα μοιραστούμε οι δυο μας τώρα,
αφού τίποτα δεν ξεκινάει εκεί έξω τέτοια ώρα.

Άσε με να μοιραστώ και την ποδιά σου πάνω στα πόδια μου.
Κι έτσι, δε θα ξέρουμε πού τελειώνεις εσύ
και πού εγώ αρχίζω, γιαγιά μου.

Και μην τα βάζεις με τους γεννήτορές μου
που έχω μείνει ακόμη έτσι.
Ξέρεις πως ήμασταν φτωχοί,
και πιο πολύ ήμασταν μόνοι.
Κι έτσι, περνούσανε τα χρόνια,
κι εγώ δεν έσβησα ακόμα
καμίας τούρτας τα κεράκια.


(Τετάρτη, 02 Φεβρουαρίου 2011)



1 σχόλιο:

Hfaistiwnas είπε...

Όμορφο..
Οι πρόγονοι και οι απόγονοι.. :)