Εγώ είμαι αυτός.



Εγώ είμαι αυτός που κάθε φορά θα σε κάνει

να νιώθεις

σα να ξεκινάει απ’ την αρχή η ζωή σου

και σα να απλώνεται όλη μπροστά μας.







Είμαι αυτός που θα σου μάθει κάθε φορά

να δίνεσαι

σα να τελειώνει εκεί η ζωή σου

και σα να πρέπει να τη ζήσεις όλη μεμιάς.





Πίσω από ‘κείνον τον βράχο.



Ένας καθαρός ουρανός, μαύρος καμβάς με φωτεινές σχισμούλες εδώ κι εκεί. Ένα ελαφρύ αεράκι να περνάει ανάμεσά μας, ζεστό σαν την ύστατη εκπνοή κάποιου αδικαίωτου εραστή που μας παρέδινε τη σκυτάλη. Οι ήχοι της Αθήνας, υπόκωφοι. Πνιγμένοι. Η πόλη μας, σαν πλοίο που βουλιάζει αργά, και δε μας νοιάζει. Ολόκληρος ωκεανός από κάτω μας, σπαρμένος με πολύχρωμα φωτάκια. Στο βάθος, μια μεγάλη επιγραφή, που και πάλι δεν ξεχώριζα τι λέει. Εσύ κι εγώ, προστατευμένοι, στην αγκαλιά ενός στοργικού βράχου. Και πίσω μας, μόνο σκοτάδι. Δανεισμένο από κάποια κόλαση˙ ποιος ξέρει;

Σιωπή. Σκέτη σιωπή, χωρίς το βάρος της. Λίγοι ψίθυροι μονάχα. Σσσσς, μη φωνάζεις. Μη μιλάς. Τα δάχτυλά μου πάνω στα χείλη σου. Ηρεμία. Τα πόδια μας στην ευθεία. Τα σώματά μας, άδεια πανωφόρια παρατημένα. Ακινησία. Τα βλέφαρά σου κατεβασμένα. Κι οι ψυχές μας ξεκλείδωτες. Ελεύθερες να ενωθούν όπως εκείνες θέλουν.





Έζησα τελικά την ευτυχία;
Και γιατί δεν πέθανα μετά;

Υποσχέσου μου…
Κάποτε, να πάρουμε πίσω αυτό που αφήσαμε
πίσω από ‘κείνον τον βράχο.





Δικαιολογίες.







Ψάχνεις τι θα μου απαντήσεις. Όταν ζεις με λόγια είναι δύσκολο˙ ξέρω. Έχω ζήσει με λόγια˙ έχω ζήσει και χωρίς. Έχω ζήσει και με λόγο˙ έχω ζήσει και χωρίς. Και ξέρεις τι έκανα πάντα; Έδινα από μόνος μου τις πιο ωραίες δικαιολογίες στους άλλους. Τις έριχνα στα πόδια τους όταν εκείνοι δεν κοιτούσαν, κι ύστερα γυρνούσα αμέσως απ’ την άλλη. Μετά από λίγο, τις άκουγα απ’ το στόμα τους. Κι έλεγα μέσα μου: «Εντάξει, κι αυτό εγώ το έκανα.» Τώρα μεγάλωσα, όμως. Δεν αναλαμβάνω καμία ξένη ευθύνη. Όταν είναι δύσκολο, είναι δύσκολο. Βγάλ’ τα πέρα.

Παιδάκια.




Τελειώσαμε και είχαμε λερωθεί παντού.

Σκουπίζαμε χέρια και κοιλιές.


- Πόσο είσαι ‘σύ, ρε;

- Τριάντα…   τρία…

- «Ε, δε θα ‘μαι και τριάντα τρία;»    Λέγε ρε πόσο είσαι…   Μεταξύ μας;


Είχαμε τελειώσει.

Εκείνη στα δεξιά κι οι άλλοι δύο αριστερά.

Σκουπιζόμασταν και γελούσαμε.

Σαν παιδάκια.


Σαν παιδάκια που σηκώνονταν απ' τις λάσπες.

Στο ντιβάνι.






- Προφανώς, δεν μπορώ να κάνω κάτι για ‘σάς.
Εσείς είστε ποιητής.


- Όχι, γιατρέ μου… Μόνος είμαι.
Και κάθε μόνος είναι λίγο ποιητής.

Γι’ αυτό, αν θέλετε, ξαπλώστε πλάι μου, κρατήστε μου το χέρι και μιλήστε μου εσείς για τα παιδικά σας χρόνια…



Για την ώρα εκείνη.





Όταν θα γέρνω πάνω σου, θέλω να με νιώθεις.

Όταν διπλώνομαι γύρω σου, να με νοιάζεσαι.

Κι όταν βυθίζομαι μέσα σου, να με πονάς.

Αλλιώς, δεν ανταλλάζω το κορμί μου με το δικό σου.





στο όνομα αυτής της έλξης





Θα χρειαστεί μια μέρα να τη συζητήσουμε, εσύ κι εγώ, αυτή την ιστορία που τη λένε αγάπη. Γιατί, ειλικρινά, δεν έχω καταλάβει ακόμα τι σημαίνει αυτό το πράγμα. Υποψιάζομαι πως πρόκειται για μια τεράστια απάτη, που την επινόησαν για να μας τραβάνε από τη μύτη και να μας αποκοιμίζουν. Για αγάπη μιλάνε οι παπάδες, οι διαφημιστικές πινακίδες, οι άνθρωποι των γραμμάτων, οι πολιτικοί, αυτοί που κάνουν έρωτα. Και μιλώντας για αγάπη, παρουσιάζοντάς την σαν τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε τραγωδίας, πληγώνουν, προδίνουν, δολοφονούν, την ψυχή και το σώμα. Μισώ αυτή τη λέξη που τη συναντάς παντού, σε όλες τις γλώσσες. […] Και δεν ξέρω αν σ’ αγαπώ. Δε σε σκέφτομαι από τη σκοπιά της αγάπης. Και τον πατέρα σου, το ίδιο: όσο το συλλογίζομαι, τόσο πιο πολύ πιστεύω ότι δεν τον αγάπησα ποτέ. Τον θαύμασα, τον πόθησα, αλλά για να τον αγαπήσω… αυτό όχι. Όχι περισσότερο από ό,τι και εκείνους που υπήρξαν πριν από αυτόν, απογοητευτικά ομοιώματα μιας αναζήτησης που αποτύγχανε πάντα. Απέτυχε; Χρησίμεψε πάντως και σε κάτι: με έκανε να καταλάβω ότι τίποτα δεν απειλεί τόσο την ελευθερία, όσο η ανεξήγητη έλξη που νιώθει ένα πλάσμα για ένα άλλο˙ λόγου χάρη μια γυναίκα για έναν άντρα, ένας άντρας για μια γυναίκα. Δεν υπάρχουν δεσμά, αλυσίδες ή κάγκελα που να σε κρατάνε σε πιο τυφλή σκλαβιά, σε πιο απελπισμένη αδυναμία. Και αλίμονο σε όποιον, στο όνομα αυτής της έλξης, προσφέρει τον εαυτό του σε κάποιον άλλο: το μόνο του όφελος είναι να χάσει τα δικαιώματά του, την αξιοπρέπειά του, την ελευθερία του. Σαν σκυλί που πνίγεται, προσπαθείς μάταια να φτάσεις σε μιαν ανύπαρκτη ακτή, την ακτή που ονομάζεται Αγαπώ και Αγαπιέμαι, και τελικά σ’ εξουθενώνει η κοροϊδία, η απογοήτευση. Στην καλύτερη περίπτωση, καταλήγεις ν’ αναρωτηθείς τι σ’ έσπρωξε να ριχτείς στο νερό. Η δυσαρέσκεια για τον εαυτό σου; Η ελπίδα ότι θα βρεις μέσα σου κάτι που δεν το είχες ανακαλύψει; Ο φόβος της μοναξιάς, της πλήξης, της σιωπής; Η ανάγκη να κατακτήσεις και να κατακτηθείς; Μερικοί πιστεύουν ότι αυτό είναι η αγάπη. Φοβάμαι όμως πως είναι κάτι πολύ λιγότερο: μια πείνα, που, όταν κορεστεί, σου φέρνει δυσπεψία. Εμετό. Κι όμως, πρέπει κάτι να υπάρχει, που θα μπορέσει να μου φανερώσει το κρυφό νόημα της καταραμένης αυτής λέξης. Κάτι πρέπει να υπάρχει, που θα με βοηθήσει να καταλάβω τι είναι και πώς είναι. Αισθάνομαι τόση ανάγκη, τόση δίψα. Κι αυτή μου η ανάγκη, η δίψα μου, με κάνει να σκέφτομαι: ίσως η μητέρα μου είχε δίκιο όταν έλεγε πως αγάπη είναι αυτό που νιώθει μια μάνα όταν παίρνει στην αγκαλιά της το παιδί της και το βλέπει τόσο ανυπεράσπιστο, τόσο αφοπλισμένο, τόσο μόνο.



Απόσπασμα από το βιβλίο
«Lettera a un bambino mai nato»
της Oriana Fallaci (1975).

(«Γράμμα σ’ ένα παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ»,
Μτφ. Έρη Κανδρή, εκδ. Πάπυρος, 1976)

Photo credits: Oriana Fallaci (© Francesco Scavullo)



Να ξεχάσουμε...


Όλα, στο μυαλό μου.
Τίποτ’ άλλο…
Κι όλο, το καλό μου
το αναβάλλω.







Μπορούμε να τα ξεχάσουμε όλα;
Έτσι κι αλλιώς, δεν έγιναν.




Αυθυποβολή




Το σύμπαν, λένε, συμπαθεί

και χαρίζεται στους χαρούμενους.

Έτσι, λέω κι εγώ να τραγουδήσω την ευτυχία.

Μπας και το ξεγελάσω…



Προτείνετέ μου τραγούδια της απόλυτης ευτυχίας,

χωρίς ίχνος μιζέριας μέσα.

Χωρίς κανέναν δισταγμό ή δεύτερη σκέψη.

Ατόφια ευτυχία, ισορροπία και άνεση.

Υπάρχουν;






ευτυχία






ο  άνθρωπος  επινοεί  συνεχώς  προβλήματα

ενώ με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να επινοήσει την ευτυχία






Και τι είναι ο έρωτας; Ένα match είναι.


Αν σκέφτεσαι συνέχεια
πώς να κερδίσεις ή να μη χάσεις,
τότε χέσ’ το.



Δες το καλύτερα στην τηλεόραση. 





το εφήβαιο







ξυράφι     στην     πυκνή     ωριμότητά     σου

η    εικόνα    του    εφηβικού    κορμιού    σου

μια     ανακάλυψη     που     γίνεται     ξανά

μια  αθωότητα  κλεισμένη  στον  καθρέφτη






ΖΕΝ



Όλες οι γνώσεις χρειάζονται.

Ορισμένες άγνοιες επίσης.

Σ’ αφήνουν σε κάποια ησυχία…   ΖΕΝ.




Σαν μωρουδίστικη άρνηση…

Ζεν σέλω. Ζεν τσέρω. Ζεν μπορώ. 





«Α, κάνουμε μελαγχολία τώρα… Δε μ’ αρέσει…»



«Ένα πράμα που με ανησυχεί είναι ότι τώρα, αυτόν τον καιρό, αρχίζει και μ’ αρέσει λίγο η μοναξιά. Αρχίζει και μ’ αρέσει να ‘μαι λίγο μόνη μου. 



Το βρίσκω αντικοινωνικό. Νομίζω ότι μόνον όταν είσαι ιδιοφυΐα, μπορείς να μένεις μόνος. 


Έχω τόση ανάγκη από… ‘σένα. 

Είμαι τόσο εξαρτημένη από… τον κόσμο. 

Από το τι μου δίνει.»





«Νόμιζα ότι φοβόμουνα την αρρώστια.
Δεν είναι αυτό.
Φοβάμαι να μη μ’ αγαπάνε πια.»





ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ
(Σταύρος Στρατηγάκος - ΕΤ1, 1994)

Ολόκληρο αυτό το πολύτιμο αφιέρωμα (1 ώρα και 7 λεπτά),



Την ποίησή μου.





Πού να τη μάσω την ποίησή μου,
που και τα χέρια μου είναι τρύπια απ' τα καρφιά...






Πού να τη δώσω την ποίησή μου,
που 'χετε όλοι σας τα χέρια λερωμένα...



Συμβαίνει...




Σ’ αγαπούν πολλοί,
ξεχνάς  να  δώσεις.


Δε     σ’     αγαπούν     πολύ,
δίνεις ακόμη και σ’ εκείνους
που δεν μπορούν να πάρουν.






ζωή δική μου



Πρέπει να ‘χω και μια ζωή δική μου.



Αφού από τις ζωές σας,
θα είμαι πάντα περαστικός.





Αναμνήσεις



Τις αναμνήσεις τις φτιάχνουμε από ανάγκη.




Να λέμε τάχα ότι είναι αυτός ο λόγος
που κλείνουμε τα μάτια μας στον κόσμο.





Τόσα νιάτα





Πήρα την άδεια απ’ το Θεό
να σου αφήσω το κλειδί
πάνω στην ηλικία μου.

Εσύ τι θα κάνεις;
Θ’ ανέβεις τόσα νιάτα
για να με βρεις;





snob


Αυτός που με κατοικεί είναι ένας περίεργος,
snob ποιητής του περασμένου αιώνα.


(Σας γράφω αυτά τα λίγα λόγια τώρα που προλαβαίνω.
Όπου να 'ναι, θα ξυπνήσει πάλι μέσα μου εκείνος.)


Εγώ, να ξέρετε, δεν έχω απαιτήσεις.
Έχω, όμως, να δώσω λόγο σ' εκείνον.




Είναι που εκείνος τα βλέπει όλα από μέσα προς τα έξω,

και μ' αναγκάζει να φροντίζω ώστε κι εσείς

- που τα βλέπετε όλα από έξω προς τα μέσα -

να μη χάνετε τίποτα από την εικόνα.