Μία θεία κοινωνία

























Η γιαγιά σηκώθηκε αξημέρωτα να πιάσει το προζύμι. Εγώ κοιμόμουνα· δεν πήρα χαμπάρι. Με ξεσήκωσε αργότερα η μυρωδιά του ψωμιού έτσι αχνιστό που βγήκε από τον φούρνο. Ήταν κι η πρωινή δροσιά που τρύπωνε από την πόρτα, μαζί με τα κακαρίσματα απ’ το κοτέτσι της διπλανής. Κακάριζαν οι κότες της, κακάριζε κι αυτή… Τα είχε βάλει πάλι με τον κυρ-Μήτσο, που ήτανε λέει σακάτης και προκοπή δεν είδαν τόσα χρόνια· που το ξυλοπόδαρό του μια φορά δεν το πάτησε στην εκκλησία, γι’ αυτό τους είχε λέει ξεχασμένους ο Θεός και δεν τους έδωσε παιδιά. Μα Κυριακή, μέρα Κυρίου σήμερα, έτσι κι αλλιώς θα με ξυπνούσε η γιαγιά νωρίς, να πάμε να με κοινωνήσει.
Κλειδώσαμε την αυλόπορτα, μην περάσουν πάλι οι γύφτισσες και σουφρώσουν ένα ταψάκι ξιδάτες μπάμιες που είχαμε στο περβάζι να λιάζονται. Κατηφορίζοντας, ένα πράμα είχα στο μυαλό μου: να τελειώσει γρήγορα το μυστήριο, να γυρίσουμε σπίτι να φάω μια μεγάλη φέτα μουσκεμένο ψωμί με μπόλικη ζάχαρη επάνω. Συναντήσαμε και τον κακόμοιρο τον Σταματάκη. Αλβανάκι είναι, αβάφτιστο, λέει η γιαγιά, αλλά όταν μας μαζεύτηκαν εδώ πέρα, του βρήκαν πρόχειρα οι γονείς του ένα ελληνικό όνομα. Με κάτι κουρελοπαντέλονα ήταν πάλι. Τι να ‘ξερε αυτός από φρεσκοψημένα καρβέλια και ζάχαρες! Καθαρίστρια η μάνα του. Ερχόταν όμως κορδωτός στην εκκλησία μαζί της. Ο πατέρας του, λέει η γιαγιά, τους παράτησε και γύρισε από ‘κεί που ‘ρθε. Μένουνε λίγο πιο πάνω, σ’ ένα χαμόσπιτο τίγκα στις γάτες. Κι αυτές οι ευλογημένες, έχουν γεμίσει τη γειτονιά γατιά. Είδε κι απόειδε μια μέρα η γιαγιά, βρήκε την τρύπα που πάνε και τα ξεγεννάνε, κι έβγαλε από μέσα μια αγκαλιά νεογέννητα. Τα στρίμωξε σε μια σακούλα και τα ‘φερε σπίτι. Ήταν πολύ μικρά, άτριχα ακόμα, με τα ματάκια κλειστά. Έβαλε σε μια παλιοκατσαρόλα νερό να κάψει και τα ‘ριξε μέσα με τη σακούλα. Έβαλε από πάνω και μια κοτρόνα μην κι ανεβούν στην επιφάνεια. Για κάμποσο καιρό, ησύχασε η γειτονιά.

Ευτυχώς, η λειτουργία δε μου φάνηκε μεγάλη. Σα να τη βιάστηκε ο παππούλης σήμερα. Μετάλαβα… Έβαλα μέσα μου τον Χριστούλη. Και ευχαρίστησα τον Θεό που μ’ έχει καλά· εμένα και τη γιαγιά μου, που μου μαθαίνει να είμαι καλός άνθρωπος και σωστός Χριστιανός.



Όπως δημοσιεύθηκε
στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΛΥΚΟS
(τεύχος 55, σελ. 6 / σε μορφή PDF).



1 σχόλιο:

Hfaistiwnas είπε...

Καλημέρα..
στην εκκλησία για τις αμαρτίες..
Καλό μήνα..