Πᾶς Ἀλωμένος



 

Zeni ‘su en ise ettù ‘s ti Kalimera 


Ο άνεμος φέρνει την αλμύρα ενός μακρινού πελάγους. 
Εγώ στέκω πασσαλωμένος στη στεριά, 
και ατενίζω απέραντα λαγκάδια. 
Φτερά δεν έχω άλλα απ’ αυτά τής φαντασίας μου. 
Ο άνεμος αρκείται όμως σ’ αυτά, 
και με βοηθάει να πετάξω... 
σε τόπους υγρούς, 
να γνωρίσω κι άλλη υγρασία από αυτή τής νυχτερινής ηπιότητας. 
Να γνωρίσω μέρη με αλλιώτικο φως, 
άλλο απ’ αυτό τού δειλινού που πέφτοντας με πνίγει. 

Νησιά που κρύβονται πίσω από κάστρα επιφυλακής και παρατηρητήρια. 
Πειρατής –με τα δυο μου μάτια κλειστά– 
θα κινήσω 
να τα κατακτήσω, 
να τα καταλάβω

Να μιλήσω μακρινή λαλιά 
Ελληνικήν ωστόσο 
που άντεξε και μέστωσε santo κρασί στο χρόνο, 
κι ας χρειάστηκε να μείνει 
κλεισμένη σε υπόγεια. 
Να πιω γουλιά-γουλιά 
από την Ιστορία. 

Μα ποια θα ‘ναι τα όπλα μου; 
Εγώ δεν έχω Γνώση. 
Και δίχως τέτοιο χάρισμα
 πώς θα τους σαγηνέψω; 
Πώς θα μ’ αναγνωρίσουνε κι εμένα σαν δικό τους;



Μνήμη


forget-me-not




Στο γλαστράκι τής μνήμης
σπείρε ό,τι μπορέσεις.

Καταπάτησε κτήματα άλλων.
Ξερίζωσε ιδέες.

Την τελευταία Άνοιξη
μόνο αυτό θα έχεις.






Συνωμοσίες


 Τις φοβάμαι τις συνωμοσίες τού Σύμπαντος.
Μα πιο πολύ
αυτές των ανθρώπων φοβάμαι.
Ώρες-ώρες περνάει απ’ το μυαλό μου
ότι η ζωή μου δεν είναι παρά μια τέτοια συνωμοσία.


Ποιο θα ήταν, όμως, το όφελος;
Εξάλλου, όλοι με την ίδια βάρκα δε βουλιάζουμε;


Απλά,
μού φαίνεται λίγο ύποπτο
το γεγονός ότι είμαι ο μόνος που ψάχνει για σωσίβιο.


Αν τύχει,
-λέω-
αν τύχει κι ανακαλύψω,
αργά ή γρήγορα, μια μέρα,
πως ήταν όλα ένα ψέμα,


τότε...


τότε θα ανοίξω διάπλατα το στόμα μου,
κι ολόκληρη η Γη
θα κλονιστεί συθέμελα
από την ΚΡΑΥΓΗ μου.


Ο ουρανός θα πέσει σε θραύσματα
και θα κόψει όλους τούς ψεύτες γύρω μου.


Αχ, και τότε...


και ο Θεός ο ίδιος
θα μείνει ακάλυπτος.
Δε θα μπορεί πια να με εξετάζει
πίσω από το γαλάζιο αδιαφανές του τζάμι.


Και δε θα είμαι πια το πιόνι
στο παιχνίδι κανενός!

Το πλυντήριο




















Από μικρό παιδάκι είχα αυτή την εμμονή με το πλυντήριο.
Ναι, μια ακόμη εμμονή μου απ’ τις πολλές.

Έπαιρνα μια χοντρή πετσέτα, την έστρωνα πάνω στο κρύο μωσαϊκό μπροστά από τη συσκευή, καθόμουν επάνω και παρακολουθούσα με τις ώρες τον κάδο να γυρίζει.
Πότε δεξιά για λίγο, πότε αριστερά.
Μετά παύση.
Για λίγο.

Σίγουρα θα ‘χει μελετηθεί το φαινόμενο και θα ‘χει μάλιστα και κάποια ιδιαίτερη επιστημονική ονομασία.
Σίγουρα, γιατί δεν ήμουν ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο παιδί που,
αντί για τηλεόραση,
προτιμούσε να βλέπει πλυντήριο.
Άσε που και μετέπειτα στη ζωή ήρθαν τα downloading bars και το disk defragmentation να καλύψουν το κενό που άφησε η εγκατάλειψη εκείνης τής παιδικής συνήθειας.

Δεν ξέρω για τα υπόλοιπα,
όμως εγώ
πιστεύω ακόμα στο πλυντήριο.

Κι ήρθε νομίζω η ώρα για μια πλύση.
Κύρια και καίρια.

Ήρθε ο καιρός να βγάλω από πάνω μου
ετούτο το κορμί,
την αθλία πανοπλία μου,
και να την ρίξω με μια κίνηση
στον κάδο τού πλυντηρίου.

Μέρες τώρα είχα παρατηρήσει να εξαπλώνεται
ολοένα και περισσότερο
εκείνος ο λεκές τής απογοήτευσης
λίγο πιο κάτω από την περιοχή τού στήθους.

Ναι, πλυντήριο, γιατί δεν είναι για χέρι.
Δεν είναι στο χέρι μου.

Τώρα.
Να προλάβω.
Να προλάβω μην ποτίσει η ψυχή.




Υ.Γ.: Η σκόνη με τούς μπλε και πράσινους κόκκους εφησυχασμού
δεν κάνει δουλειά.

Θέλει δραστικότερες λύσεις.

Καμία πρόταση;





Τὰ Ψάρια


Τὰ Ψάρια 
Γιώργος Κ. Καραβασίλης


Τὸ κύμα π’ ἄγγιξε τὴν πιὸ ψηλὴ κορφὴ τῆς γῆς
Ἐτίναξε τὰ ψάρια στὰ οὐράνια.
Τὰ χρώματά τους κολυμποῦσαν μὲς στὰ σύννεφα,
Τ’ ἀστραφτερά τους λέπια τύφλωναν τὸν ἥλιο,
Τὸ γαλανὸ τῆς ἀπεραντοσύνης,
Ὅταν καινούργιο κύμα τὰ ξεκρέμασε
Καὶ τά ‘σπειρε βαθιά του.
Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ θάλασσα καὶ οὐρανὸς
Δὲν μάντευαν τὸ χωρισμό τους.

Ὅταν σκοτάδι-φῶς δοκίμαζαν ἀκόμα τὴ Σιωπή.


Από τη συλλογή Τὰ Φιλέρημα [1979-1983].
Ο Γιώργος Κ. Καραβασίλης ήταν ποιητής, μεταφραστής, δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1949 και πέθανε στην Αθήνα το 2004.

Μόνο για ‘σένα




Κι αν δε μένω για κανέναν άλλο,
το κάνω μόνο για ‘σένα.

Κι αν έχω πάψει να πιστεύω προ πολλού
σε σωτήρες,
επίγειους ή επουράνιους,
επιλέγω σε ‘σένα να πιστεύω.

Κι ας μην ξέρω ούτε το όνομά σου.
Αν έχεις όνομα.

Κι ας μη σε ξέρω καθόλου.
Εσύ με ξέρεις πιο πολύ
από οποιονδήποτε,
κι αυτό μού αρκεί.
Απ’ τη στιγμή που πέσαμε μαζί.

Μπορεί να σε αγνοούσα στις καλύτερες στιγμές τής ζωής μου.
Και συγγνώμη
που όλο το γέλιο μου
το κράτησα δικό μου.

Μπορεί να μη σε έχω δει ποτέ,
να μην ξέρω πώς μοιάζεις.
Σ’ έχω στ’ αλήθεια όμως αισθανθεί.

Έχω νιώσει την παρουσία σου
από τον αέρα που σηκώνεις όταν έρχεσαι και κάθεσαι δίπλα μου
κάποια βράδια που ακούω μόνος μουσική από τα ακουστικά μου.
Γυρίζω να κοιτάξω και δεν βλέπω κανέναν.
Όμως ξέρω.

Κι εκείνες τις μέρες,
τις μαύρες ημέρες,
έχω νιώσει να τρέχει στον ώμο μου
το δάκρυ σου...

Δε θέλω να κλαις.

Να μην κλαις.

Γιατί το ξέρω,
εσύ δε μ’ αγαπάς μόνο για να εκπληρώνεις την αποστολή σου.




Ρώτησέ με

 

Έλα, ρώτησέ με το δρόμο.
Πες μου:
Συγγνώμη, μήπως ξέρεις πώς θα πάω...; 

Κι εγώ θα ξέρω˙
θα πηγαίνουμε στο ίδιο μέρος.

Ρώτησέ με την ώρα.
Πες μου:
Συγγνώμη, μήπως έχεις ώρα; 

Κι εγώ θα έχω˙
όλο το χρόνο μου για ‘σένα.


  

Τα τραγούδια που γράφω





Είναι σαν τους δύσκολους φίλους μου
τα τραγούδια που γράφω.
Εμπνεύσεις που καλώ συχνά,
μα πάντα κάπου αλλού είναι απασχολημένες.
Καμιά φορά, εκεί που δεν το περιμένω,
θαρθουν και θα μου δώσουν ό,τι έχουν.
Θα πάρουν όμως κι απόμένα κάτι
τα τραγούδια που γράφω.
Οι δύσκολοι φίλοι μου
δε θα πάρουν τίποτα.
Τα έχουν όλα, φαίνεται.
Ποιος ξέρει...


 

Γίγνεσθαι




personne ne saura être
sans savoir devenir


κανείς δε θα μπορέσει να είναι
αν δεν ξέρει πώς να γίνει



("Jamais Partir", Michel Berger)

unplug





turn off the TV
turn off the light

you see, brother?
everything's alright...


Ήμουν εκεί...




Ήμουν εκεί...


και δεν έκανα τίποτα.

Αμέρικα





Φύγανε παιδάκια στην Αμέρικα:
χέρια, γκαρσόνια, μαγέρικα...




Αόριστο





Κλίνεις την αγάπη                                Κλείνεις το μέλλον μας
στον αόριστο                                              στο αόριστο    




 

Η σκιά μου





















Ο Βλαδίμηρος Παπαδόπουλος 
έδωσε τα φώτα του στη Σκιά μου,
με τη φωτογραφία του.

Δουλειές του
θα βρείτε εδώ και εδώ.

Merci, Vlad!

Ο κολλητός μου















 Σάββατο, 1 Μαΐου 2010

Γνωριστήκαμε στην πλατεία.
Τρώγαμε από το ίδιο χώμα.
Ξεκινήσαμε μαζί το νηπιαγωγείο. Εκείνος δεν έκλαψε την πρώτη μέρα.

Ήμασταν κολλητοί με την έννοια τού τότε.
Μαζί σε όλα: σπίτι (του ή μου), πλατεία, σε σκαλάκια πολυκατοικιών με ένα σακουλάκι ηλιόσπορο στα δύο, τα ίδια ρούχα πολλές φορές, τα πρώτα τσιγάρα, τα πορνοπεριοδικά, οι πρώτες μουσικές εμμονές...

Διανύσαμε έτσι μια παιδική ηλικία και μια προεφηβεία, μαζί.

Ύστερα, εγώ άρχισα να κλείνω,
κι εκείνος να ανοίγει.

Δεν ξέρω ποιος έμαθε πιο πολλά.

Οι δρόμοι μας χωρίστηκαν χωρίς να το καταλάβουμε καλά-καλά.
Δεν το ζητήσαμε˙ δεν το προσπαθήσαμε˙ δεν το αποφύγαμε.

Τελευταία φορά βρεθήκαμε λίγο καιρό αφότου απολύθηκε από τον στρατό. Εγώ δεν είχα πάει ακόμη.

Δεν τον ζήλεψα ποτέ.
Ποτέ δε ζηλεύω τούς ανθρώπους εξάλλου. Ό,τι αξιοζήλευτο το θαυμάζω μονάχα.

Πολλές φορές ωστόσο, είχα μαντέψει την αίσθηση ενός αμοιβαίου ανταγωνισμού.

Ίσως, κατά βάθος, ο ένας να ήθελε να γίνει ό,τι γινόταν ο άλλος.

Και τελικά, δεν ξέρω ποιος έμαθε πιο πολλά.
Εγώ από τα βιβλία μου, ή εκείνος από τούς φίλους του;

Και κοίτα να δεις ένα παράξενο πράγμα:
ενώ εγώ ακολουθούσα πιστά το επίθετό μου,
εκείνος ακολουθούσε απλά το όνομά του...

Ζώης.




Όρεξη για ζωή




Ainsi soit... Je
Ainsi soit... Tu
Ainsi soit ma vie...
Tant pis!



Τα τελευταία βράδια πέφτω για ύπνο με μία μόνο σκέψη:

«Αν κοιμηθώ αμέσως, σε ένα λεπτό θα είναι πάλι μέρα».

Τόσο μεγάλη είναι η όρεξή μου για ζωή!


Δε γίνεται τίποτα, όμως, ρε γαμώτο.