Τα παλιά τα χρόνια, λένε οι αθρώποι,
κρυβόταν πάνω στα βουνά, ένα πλάσμα παράξενο.
Ψηλό ίσα με δυο μέτρα.
Είχε ποδάρια τράγου, και λύκου ουρά.
Στα τριχωτά του χέρια είχε νύχια γαμψά,
σωστές αρπάγες.
Τ’ αφτιά του, σαν τού γαϊδάρου,
δεν πολυφαίνονταν, με το τσουβάλι που ‘χε ρίξει για ρούχο.
Τα μάτια του γυαλίζαν στο σκοτάδι,
και τα δόντια του ήταν κοφτερά και μακριά
σαν καλάμια τού αγρού.
Γι’ αυτό και τ’ όνομα που τού ‘χαν δώσει οι χωρικοί
ήταν…
Καλαμοδόντα.
Την ώρα που έκανε ο ήλιος να κρυφτεί πίσω απ’ τα βουνά,
κι έπιανε ο Χουχουλόγιωργας το βαθύ του κλάμα,
το τοιχιό ερήμωνε από κοπέλες.
Καμώνονταν ότι έχουν τάχα κάποια δουλειά στη μέση,
και δεν αδειάζουν άλλο να χασομεράνε.
Τα παιδιά τού χωριού
σταματούσαν κι εκείνα την πουλάλα μες στους δρόμους και την πλατεία,
και μαζεύονταν σπίτια τους.
Κι ενώ όλη μέρα οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν τέντα,
ετώρα κλείναν και κλειδώναν δυο και τρεις φορές.
Ακόμη και οι άντρες παρατούσαν τα καφενεία.
Σκιαζόντουσαν, φαίνεται, κι ευτούνοι!
Είναι να μη σκιάζεσαι;
Πρέπει να ‘σαι μπίτι παρασάνταλος για να γυρνάς εδώ κι εκεί μες στα σκοτάδια.
Το θεριό, λένε, ετήραε ένα-γύρο να βρει αθρώπινη σάρκα να φάει.
Πόσα ορφανά χαθήκανε ‘σια-πάνω στο βουνό,
που ‘χανε βγει να μάσσουν χόρτα, και τα ‘βρε εκεί η νύχτα...
Η Καλαμοδόντα, όμως,
έχει τη δικιά της ιστορία
που την ελέγαν οι παλιοί
και που κι εγώ την ξέρω…
Θα σας την πω όμως,
μόλις με το καλό γεννηθείτε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου