Μια κοινωνία σε πτώση


Δεν είναι τίποτ' άλλο από μια κοινωνία σε πτώση!
Κι όμως, σημασία δεν έχει η πτώση,
αλλά η πρόσκρουση.







ΣΚΗΝΗ 39
ΤΟΥΑΛΕΤΕΣ ΜΠΙΣΤΡΟ… ΕΣΩΤ. ΜΕΡΑ

[…]

ΥΜΠΕΡ. – Με ποιον πιστεύεις ότι τα ‘χεις βάλει; Νομίζεις ότι εσύ θ’ αποκαταστήσεις την ισορροπία; Είσαι εντελώς βαρεμένος, κακομοίρη μου. Κάτι τύποι σαν κι εσένα, με τη νοοτροπία τού ράπερ τού σούπερ-μάρκετ, είναι αυτοί που χαλάνε τη γειτονιά μας. Αν είχες πάει στο σχολείο αντί να τριγυρίζεις σαν την άδικη κατάρα, θα ‘ξερες ότι η ιστορία μάς διδάσκει ένα πράγμα: ότι το μίσος φέρνει μίσος.

ΒΙΝΖ. – Τώρα μού κάνεις κήρυγμα; Είσαι τόσο ανώτερος από ‘μας που να μάς υποδεικνύεις πάντα ποιο είναι το σωστό και ποιο δεν είναι; Γιατί δεν παίρνεις ποτέ το μέρος μου; Γιατί είσαι πάντα με το μέρος των γαμημένων; Εγώ είμαι μια ζωή στο δρόμο, κι ο δρόμος μ’ έμαθε ένα πράμα, δηλαδή ότι τίποτα δε λύνεται με το να γυρίζεις και τ’ άλλο μάγουλο.

ΥΜΠΕΡ. – Τι μαλακίες λες τώρα; Για ποιους γαμημένους μιλάς; Μόλις έβαλες στο σημάδι έναν μπάτσο μ’ ένα όπλο μπάτσου. Θα μπορούσαν να σ’ είχαν σκοτώσει, κι εμάς μαζί σου!!!

(Ένας θόρυβος από καζανάκι τουαλέτας διακόπτει τον Υμπέρ. Οι τρεις νέοι στρέφονται προς τις τουαλέτες. Δεν είχαν αντιληφθεί την παρουσία ενός μικροκαμωμένου κυρίου που βγαίνει από μια τουαλέτα και πηγαίνει να πλύνει τα χέρια του, περνώντας ανάμεσα στον Υμπέρ και τον Βινζ, που είναι σιωπηλοί κι ενοχλημένοι. Ο μικροκαμωμένος κύριος πλένει τα χέρια του, κοιτάζοντάς τους μέσα από τον καθρέφτη.)

ΚΥΡΙΟΣ. – Ωραίο πράμα το χέσιμο.

(Οι νέοι αλληλοκοιτάζονται αμήχανα.)

ΚΥΡΙΟΣ. – Πιστεύετε στο Θεό;

(Οι νέοι συνεννοούνται με το βλέμμα και μουρμουρίζουν μια απάντηση.)

ΚΥΡΙΟΣ. – Εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει ν’ αναρωτιόμαστε αν πιστεύουμε στο Θεό, αλλά αν ο Θεός πιστεύει σ’ εμάς… Εγώ πιστεύω ότι πιστεύει σ’ εμάς, γιατί ο Θεός μάς βοηθά και κάνει και βγαίνουν τα σκατά, το ξέρατε αυτό;

(Οι νέοι χαμογελούν χωρίς ν’ απαντήσουν.)

ΚΥΡΙΟΣ. – Όταν ήμουνα νέος, είχα ένα φίλο που τον έλεγαν Γκρυνσλάβσκι. Ήμαστε μαζί στο Νταχάου κι ύστερα, όταν μάς πήρανε από το Νταχάου, μάς μετέφεραν σ’ ένα στρατόπεδο στη Σιβηρία. Όταν σε πάνε στη Σιβηρία, σε στρατόπεδο εργασίας, ταξιδεύεις με κάτι βαγόνια μεταφοράς ζώων που διασχίζουν τις παγωμένες στέπες για πολλές μέρες χωρίς να βλέπεις ψυχή. Και βέβαια όταν βρίσκονται πολλοί μαζί σ’ ένα βαγόνι αντιμετωπίζεται καλύτερα το κρύο, ζεσταίνεται ο χώρος απ’ τα χνώτα, αλλά όταν είναι ν’ ανακουφιστείς, να χέσεις, δεν είναι δυνατό μέσα στο βαγόνι, και οι μόνες στιγμές που σταματούσαμε ήταν όταν έπρεπε να βάλουμε νερό στην ατμομηχανή. Αλλά ο Γκρυνσλάβσκι ήτανε ντροπαλός, ακόμα και στο Νταχάου τον πείραζε πολύ όταν έπρεπε να πλυθούμε όλοι μαζί. Κι εγώ τον κορόιδευα συχνά γι’ αυτό. Λοιπόν, το τρένο σταματάει κι όλος ο κόσμος επωφελείται για να τρέξει πίσω απ’ τα βαγόνια και να χέσει. Αλλά είχα κάνει τόση πολλή πλάκα στον Γκρυν σχετικά μ’ αυτό, που προτίμησε να πάει λίγο πιο πέρα. Κι όταν το τρένο ξεκίνησε ξανά, όλος ο κόσμος πήδηξε πάνω, γιατί το τρένο δεν περιμένει. Το πρόβλημα είναι ότι ο Γκρυνσλάβσκι, που είχε απομακρυνθεί κι είχε τρυπώσει πίσω από ένα θάμνο, δεν είχε τελειώσει το χέσιμο. (Στη θύμηση εκείνων των εικόνων, ο ηλικιωμένος κύριος αρχίζει να χαμογελά.) Λοιπόν, τον βλέπω να ξεπροβάλλει πίσω από το θάμνο, κρατώντας το παντελόνι του με τα δυο χέρια για να μην τού πέσει, και προσπαθεί να σταματήσει το τρένο. Τού απλώνω το χέρι, αλλά κάθε φορά που μού απλώνει τα δικά του χέρια, αφήνει το παντελόνι του το οποίο πέφτει. Το ξανανεβάζει και τρέχει και το παντελόνι τού ξαναπέφτει κάθε φορά που μού απλώνει τα χέρια.

(Οι τρεις νέοι κοιτάζουν τον ηλικιωμένο κύριο χαμογελώντας, ακούγοντας την ιστορία.)

ΣΑΪΝΤ. – Και τι έγινε τελικά;

ΚΥΡΙΟΣ. – Τίποτα, ο Γκρυνσλάβσκι πέθανε από το κρύο.

(Το χαμόγελο των τριών νεαρών παγώνει. Ο ηλικιωμένος κύριος εξακολουθεί να θυμάται χαμογελαστός το φίλο του και ύστερα ζητά συγγνώμη και φεύγει. Οι τρεις φίλοι ανταλλάσσουν ενοχλημένα βλέμματα.)

ΣΑΪΝΤ. – Γιατί τώρα μάς την είπε αυτή την ιστορία;

(Οι άλλοι δεν αποκρίνονται.)

ΣΑΪΝΤ. – Ε, γιατί μάς την είπε αυτή την ιστορία;




Mathieu Kassovitz – Gilles Favier
ΤΟ ΜΙΣΟΣ.
Σενάριο και φωτογραφίες από την ταινία τού Mathieu Kassovitz.
Μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς.
Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1996.

Πρωτότυπο: Jusqu’ici, tout va bien…
Actes Sud, 1995.

Δεν υπάρχουν σχόλια: