Ο φωταγωγός




Κάθε χρονιά, τέτοια εποχή

που είναι τα μεσημέρια έξω

πυρακτωμένα κεραμίδια,

τη ζωογόνο μου πνοή

την παίρνω

απ’ το παράθυρο που βλέπει

φωταγωγό

μες στην κουζίνα.



Φυσάει ένα αεράκι Πάρε Με,


ζεστή φωνή τής Δήμου.



Κι ώσπου να ‘ρθει να με πετύχει,


έχει μαζέψει στο δρόμο του

βασιλικούς και γιασεμιά,

βανίλια άρωμα τής θείας Σταμάτας,

το απορρυπαντικό των πιάτων τής από πάνω…

το καλοκαίρι εκείνο,

το καλοκαίρι το άλλο…



Φέρνει και νότες ενοχής.




Εσύ, όταν χάνεις κάτι, νιώθεις ένοχος;


Εγώ ναι.



Όπου και να ‘σαι,


θα θυμάσαι…



Αθήνα, αρχές τού ενενήντα:




Σάββατο μεσημέρι.


Θερμοσίφωνας αναμμένος.

Να μπούμε για μπάνιο,

η μαμά επιμένει,

έχει πλυντήριο να βάλει.

Και τηγανίζει κεφτεδάκια στην κουζίνα.



Δεν τα κάνει πια τόσο ωραία.


Γιατί;



Mega Star, δέκα μάγισσες τα δάχτυλά σου




Σπίτι για πέντε…




Περιμένουμε κι εμείς μωράκι!




Ποδήλατο και rollers στη γειτονιά,


και μια φτελιά για απόσκιο.



Τ’ αγαπώ τα τσιγγανάκια που μένουν τώρα εκεί.



 

2 σχόλια:

Sike είπε...

*βαθειά εισπνοή*

:)))

Dimitris A. είπε...

Sike, ευκαριστώ σου πολλά
που εφάτσισές μου την πόρτα!
Σιερετούμεν!