Οι τρεις διαβόλοι (Έκτο μέρος - ἐπιμύθιον)
























Μετά από λίγο καιρό, η γυναίκα του Ριχάρδου πέθανε.
            Κι αφού στη ζωή της ήταν μπεκρού, μόλις έφτασε στην πόρτα του παραδείσου, χρειάστηκε να κάνει μεταβολή και να πέσει στην κόλαση, κι εκεί οι διαβόλοι τη ζεμάτισαν όπως της άξιζε.
            Όταν με τη σειρά του πέθανε κι ο Ριχάρδος, πήγε να χτυπήσει την πόρτα του παραδείσου. Ο Άγιος Πέτρος, μόλις είδε τον τσαγκάρη να πλησιάζει, του είπε:
-         Εσύ δεν είσαι ο Ριχάρδος;
-         Ναι.
-         Εσύ δεν είχες μια γυναίκα που όσα έβγαζες τα έπινε;
-         Ναι.
-         Θυμάσαι εκείνον τον ζητιάνο που σου χάρισε τρεις ευχές να διαλέξεις;
-         Το θυμάμαι σαν εχτές, παρόλο που κύλησε πολύ νερό στον Άγιο Λαυρέντιο από τότε.
-         Ε λοιπόν, συνέχισε ο Άγιος Πέτρος, εκείνος ο ζητιάνος ήμουν εγώ, κι αφού δεν είχες μυαλό να ευχηθείς τον παράδεισο, άντε μια βόλτα απ’ την κόλαση τώρα.
-         Όπως σας αρέσει, είπε ο τσαγκάρης, υποκλίθηκε και αποχώρησε.
Μόλις έφτασε στην κόλαση, ο Ριχάρδος χτύπησε την πόρτα.
-         Ποιος είναι;…
-         Ο Ριχάρδος.
-         Ο Ριχάρδος ο τσαγκάρης!… αναφώνησαν οι διαβόλοι ενώ πύρωναν τη γυναίκα του.
-         Ναι… Ο Ριχάρδος ο τσαγκάρης…
-         Έχεις το σκαμνί σου;… ρώτησε ο πρώτος διάβολος.
-         Έχεις το βιολί σου;… Έχεις το σακί σου;… ρώτησαν οι δυο άλλοι.
-         Ναι, έχω και το σακί μου και το βιολί μου και το σκαμνί μου, απάντησε ο Ριχάρδος με απότομη φωνή.
-         Φεύγα τότε, καταραμένε! Φεύγα!... ούρλιαξαν οι τρεις διαβόλοι, κι ο Ριχάρδος πήρε ξανά τον δρόμο για τον παράδεισο.
 Όμως ο Άγιος Πέτρος, που προφανώς ήθελε να δοκιμάσει τον τσαγκάρη, δεν τον δέχτηκε και πάλι. Έτσι ο Ριχάρδος ξαναγύρισε να χτυπήσει την πόρτα της κόλασης.
-         Ποιος χτυπάει, ρώτησαν οι διαβόλοι.
-         Ο Ριχάρδος.
-         Δε σε θέλουμε… Φεύγα!
-         Με θέλετε, δε με θέλετε, φώναξε ο Ριχάρδος, την πόρτα θα την ανοίξετε. Νομίζετε θέλω να περάσω την αιωνιότητα στον δρόμο; Ανοίξτε είπα, κι αμέσως, αλλιώς θα το γκρεμίσω το μαγαζί και θα καθίσω τον έναν σας στο σκαμνί, τον άλλον θα τον χορέψω, και τον τρίτο θα τον σφυροκοπώ μέσα στο σακί μου εις τους αιώνας των αιώνων.
Οι τρεις διαβόλοι που γνώριζαν τον Ριχάρδο άνοιξαν τότε το παραπόρτι και βάλθηκαν να διαπραγματεύονται.
-         Τι θες για να μας αφήσεις ήσυχους;… είπαν και οι τρεις μαζί στον τσαγκάρη.
-         Θέλω την ψυχή της γυναίκας μου, απάντησε ο Ριχάρδος.
-         Την ψυχή της γυναίκας σου;… Αυτή δεν θα την πάρεις. Πέθανε μπεκρού. Σε όλη της τη ζωή ανήκε σ’ εμάς, και σ’ εμάς θα ανήκει μιαν αιωνιότητα. Για τους μπεκρήδες δεν έχει συγχώρεση ούτε στον Παράδεισο ούτε στην Κόλαση. Για αντάλλαγμα θα σου δώσουμε εκατό ψυχές. Άνοιξε το σακί σου: πάρε, τούτες είναι οι ψυχές μιας ντουζίνας εμπόρων που έκλεβαν στο ζύγι.
-         Ευχαριστώ, είπε ο Ριχάρδος κουνώντας το σακί του για να κάτσουν στον πάτο οι δώδεκα ψυχές.
-         Ορίστε τώρα δυο ντουζίνες ψυχές από δικηγόρους και από γιατρούς που σκοτώσανε τους ασθενείς τους κι από πάνω φάγανε χήρες και ορφανά. Ορίστε και μια αγκαλιά ψυχές που ανήκαν σε τοκογλύφους και σε ανθρώπους που πέθαναν χωρίς να ξοφλήσουν τα χρέη τους. Πόσες είναι αυτές;
-         Τριάντα, είπε ο Ριχάρδος. Είμαι στις εξήντα πέντε. Δώστε κι άλλες.
-         Πιάσε κι αυτές, είπαν οι διαβόλοι ρίχνοντας μες στο σακί ακόμη μια ντουζίνα. Είναι οι ψυχές δώδεκα νόμιμων πανδοχέων. Πόσες σου λείπουν για να τις κάνεις εκατό;
-         Είκοσι τρεις, απάντησε ο Ριχάρδος.
-         Εντάξει λοιπόν, κλείσαμε, μουρμούρισαν οι διαβόλοι φέρνοντας μιαν ακόμη φουρνιά. Είναι οι ψυχές είκοσι τριών αμαξάδων που η βλαστήμια δεν τους έλειψε ποτέ. Φεύγα τώρα… και μην ξαναγυρίσεις!
-         Τώρα χρειάζομαι την ψυχή της γυναίκας μου, επέμεινε ο Ριχάρδος.
-         Σου το είπαμε, αυτή δε θα την πάρεις.
-         Ώστε δε θέλετε να μου τη δώσετε; Ωραία λοιπόν, τότε θα μου χορέψετε σαν καλοί διαβόλοι που είστε… Και ο Ριχάρδος έκανε πως παίρνει το βιολί του.
-         Στάσου!... Ριχάρδε!... Στάσου!... φώναξαν μαζί κι οι τρεις διαβόλοι. Να τη η γυναίκα σου!... Να τη!... Και ο Ριχάρδος, ρίχνοντας το σακί στον ώμο, πήρε δρόμο σα να τον κυνηγούσε η κόλαση ολόκληρη.
Σαν έφτασε στην πόρτα του παράδεισου που ήταν μισάνοιχτη, ο Ριχάρδος δεν μπήκε καν στον κόπο να μιλήσει στον πορτιέρη. Με ένα σάλτο όρμηξε μέσα στον παράδεισο και κατρακύλησε μαζί με το φορτίο του.
Αν ζούμε καλά, αγαπητοί και καλοί μου αναγνώστες, θα έχουμε μια μέρα το προνόμιο και την ευτυχία να γνωρίσουμε εκεί ψηλά τον Ριχάρδο τον γενναίο, και έχω τη βαθιά πεποίθηση πως εκείνος θα σας διαβεβαιώσει απ’ άκρο σ’ άκρο για την ακρίβεια τούτης της εκπληκτικής και αληθινής ιστορίας που πολύ θα ήθελα να μπορώ να σας τη διηγηθώ καλύτερα, και κυρίως με τις αμίμητες κινήσεις που μονάχα ο φίλος μου ο Μπλανσάρ ξέρει το μυστικό τους.         



Les trois diables
Paul Stevens

© Μετάφραση από τα Γαλλικά τού Κεμπέκ:
Δημήτρης Αναγνωστόπουλος
Peinture
Canadiens des provinces d'en haut près de Montréal
George Heriot
1815, 19e siècle
19.8 x 11.7 cm
Don de Miss Alice M. S. Lighthall
M973.152.4
© Musée McCord 

Οι τρεις διαβόλοι (Πέμπτο μέρος)























Σε ένα χρόνο και μιαν ημέρα, ο μεγαλύτερος διάβολος φτάνει με τη σειρά του στον τσαγκάρη.
-         Για δες, κι άλλο  καινούργιο πρόσωπο, έκανε ο Ριχάρδος. Ποιος είσαι εσύ;
-         Είμαι ο διάβολος.
-         Τι θέλεις;
-         Ήρθα να πάρω τη γυναίκα σου.
-         Χαίρομαι. Έχει πάει να πιει κάτι δυνατό. Σε λίγο που θα γυρίσει, το μόνο που θα ‘χεις να κάνεις είναι να την κουβαλήσεις. Μα κάθισε λιγάκι.
-         Όχι, δε θα καθίσω.
-         Σου αρέσει η μουσική; Θέλεις να σου παίξω έναν σκοπό στο βιολί;…
-         Σου το απαγορεύω. Πήγαινε να μου φέρεις τη γυναίκα σου, μόνο αυτό σου ζητάω.
-         Μια στιγμή, λέει ο Ριχάρδος παίρνοντας το σακί που γνωρίζετε, θα σου τη φέρω μέσα σ’ αυτό το σακούλι αν μου κάνεις μια χάρη.
-         Τι! Τι χάρη, ρώτησε ο διάβολος.
-         Ε να, συνέχισε ο Ριχάρδος, δε λένε πως ο διάβολος είναι πανούργος;…
-         Ε και;
-         Λένε πως μπορεί να μεταμορφώνεται σε ό,τι θέλει… και όποτε θέλει…
-         Αλήθεια, επιβεβαίωσε κορδωτός ο διάβολος.
-         Εγώ δεν πιστεύω τίποτα, συνέχισε ο Ριχάρδος, και είμαι περίεργος να το δω. Θα μεταμορφωθείς λοιπόν σε κάτι για λίγο;
-         Σε λιοντάρι;…
-         Όχι… γιατί μπορεί και να με πνίξεις έτσι. Γίνε ένα μικρό ζώο για να μπορώ να σε χαϊδέψω. Γίνε ποντικός, για παράδειγμα.
-         Στάσου, κοίτα καλά, να με... κι ο διάβολος μεταμφιέστηκε σε ποντικό. Μα ώσπου να πεις κύμινο, ο Ριχάρδος τον βουτάει, τον πετάει μέσα στον σάκο, σφιχτοδένει τον σάκο, τον ρίχνει στον ώμο και περνάει την πόρτα. Έτσι φορτωμένος, πηγαίνει κατευθείαν στον σιδερά.  
-         Έχεις δουλειά, πατριώτη;
-         Όχι.
-         Ο βοηθός σου έχει;
-         Όχι.
-         Μια χαρά λοιπόν, σας φέρνω εγώ δουλειά για ένα δεκαπενθήμερο, είπε ο Ριχάρδος κι ακούμπησε το σακί του στο αμόνι, κι εκεί πάνω ο διάβολος σπαρταρούσε όσο μπορούσε. Θα πάρετε κι οι δυο τα πιο βαριά σφυριά σας και θα μου χτυπήσετε τούτο το σακί ώσπου να γίνει επίπεδο σαν ένα φύλλο χαρτί. Κοιτάτε να χτυπάτε δυνατά.
Να σου λοιπόν ο σιδεράς με τον βοηθό του που παίρνουν θέση ο ένας αντίκρυ στον άλλον και χτυπούν πάνω στο αμόνι με όλες τους τις δυνάμεις.
Μπιμ! Μπαμ! Μπουμ! Ο διάβολος πεταγόταν και τα σφυριά παίρνανε φωτιά.
Οι δύο άντρες σφυροκοπούσαν έτσι για δεκαπέντε μέρες. Στο τέλος της δέκατης πέμπτης μέρας, μόλις έπεφτε η νύχτα, ο διάβολος με τα κόκαλά του όλα σπασμένα λέει στον Ριχάρδο:
-         Αν με ελευθερώσεις, εγκαταλείπω κάθε δικαίωμά μου πάνω στη γυναίκα σου. Αν είναι καταραμένη, πάντα δικιά μας θα ‘ναι. Αν κερδίσει τη σωτηρία, τόσο το καλύτερο για εκείνη. 
-         Αυτό μου κάνει, απάντησε ο Ριχάρδος ανοίγοντας το σακί, κι ο διάβολος εξαφανίστηκε σαν αερικό.


Les trois diables
Paul Stevens

© Μετάφραση από τα Γαλλικά τού Κεμπέκ:
Δημήτρης Αναγνωστόπουλος
Dessin - esquisse
Chasseur de cerf
John Henry Walker (1831-1899)
1850-1885, 19e siècle
17.6 x 13.5 cm
M991X.5.779
© Musée McCord

Οι τρεις διαβόλοι (Τέταρτο μέρος)



Σε έναν χρόνο και μιαν ημέρα, βλέπεις τον διάβολο που είχε μιλήσει έτσι να παρουσιάζεται στον τσαγκάρη. Σημειώστε όμως, αναγνώστες μου, ότι η γυναίκα του είχε ξαναρχίσει να πίνει κι ακόμη περισσότερο, γιατί, όπως λέει κι η παροιμία: «Αν ήπιες μια, θα ξαναπιείς». Θα ήταν, άλλωστε, έκπληξη μεγάλη αν είχε γίνει εγκρατής. Γίνεται να ‘σαι εγκρατής όταν έχεις μέσα σου το διάβολο;
-         Για δες, ένα καινούργιο πρόσωπο πάλι, είπε ο Ριχάρδος σαν είδε τον διάβολο να στέκει ορθός με ύφος δυσπιστίας. Ποιος είσαι εσύ, ρώτησε ο τσαγκάρης.
-         Είμαι ο διάβολος.
-         Τι θέλεις;
-         Ήρθα να πάρω τη γυναίκα σου…
-         Θα σου είμαι πολύ ευγνώμων, θα με γλιτώσεις για τα καλά… μα κάθισε λιγάκι, δείχνεις κουρασμένος.
-         Να καθίσω!... Τς τς!... Τρελός είμαι; Ο αδερφός μου ακόμα να γιάνει…
-         Δε θες να καθίσεις, δε με κόφτει,… μείνε όρθιος σαν το άλογο.
Ύστερα απ’ αυτά τα λόγια, ο μάστρο-Ριχάρδος πήγε και ξεκρέμασε το βιολί του, το πέρασε όμορφα-όμορφα κάτω από το πηγούνι και πήρε το δοξάρι στο δεξί του χέρι.
Ο διάβολος τον κοιτούσε χωρίς να βγάλει λέξη, ακίνητος και άκαμπτος σαν το στειλιάρι.
Εμπρός, σκέφτηκε ο τσαγκάρης, εξετάζοντας κλεφτά τον παράξενο αντικρινό του, δε θες να κάτσεις, δε θες να περπατήσεις,… τότε θα χορέψεις, καταραμένε! Και σου υπόσχομαι να ρίξεις τόσο χοροπηδητό όσο δεν έριξες ποτέ στη ζωή σου.
Και ο Ριχάρδος έπαιξε μια τυχαία νότα στο βιολί.
Μονομιάς ο διάβολος σήκωσε το πόδι, κι είχε τη μύτη τού αριστερού του ποδιού να κοιτά προς τα μέσα.
Έπειτα βγήκε μια δεύτερη νότα, και ο διάβολος έκανε ένα ρυθμικό βήμα.
Έπειτα ο τσαγκάρης ρίχτηκε αποφασιστικά σε έναν ζωηρό σκοπό, και ο διάβολος βάλθηκε να χορεύει, να στριφογυρίζει, και να πετάγεται, παραδομένος σε μια ακανόνιστη, μανιασμένη πόλκα, - γιατί καλό είναι να τονίσουμε, μιας που τα λέμε, ότι η πόλκα είναι ένας από τους αγαπημένους χορούς του διαβόλου.
Ο Ριχάρδος τον έκανε να χοροπηδάει έτσι για δώδεκα μέρες. Τη δωδέκατη μέρα, προς το βραδάκι, καθώς ο ήλιος πήγαινε να δύσει, ο κακόμοιρος ο διάβολος είχε ζεσταθεί τόσο πολύ που του ‘χε κοκκινίσει η τρίχα. Τα μάτια του είχαν πεταχτεί έξω απ’ το κεφάλι, και η γλώσσα του είχε ξεραθεί σαν το κάρβουνο.
Σταμάτα, Ριχάρδε, αναφωνούσε ώρες-ώρες, με μια φωνή εξαντλημένη, σταμάτα!... Ξεγοφιάστηκα
Ο Ριχάρδος, όμως, άρχισε να παίζει ακόμη περισσότερο, και ο διάβολος χόρευε παρά τη θέλησή του. Στο τέλος, αφού πια δεν μπορούσε άλλο, ο διάβολος λέει στον Ριχάρδο:
-         Αν σταματήσεις να παίζεις, θα σου αφήσω και πάλι τη γυναίκα σου για έναν χρόνο και μιαν ημέρα.
-         Καλώς, λέει ο τσαγκάρης, και κρέμασε πάλι το βιολί του, ενώ ο διάβολος, ξεψυχισμένος, σκούπιζε τις χειλάρες του.
  Σαν επέστρεφε στους αδερφούς του, εκείνοι τον είδαν από μακριά, κι αυτός που πονούσε στα πισινά άρχισε να φωνάζει με όλη του τη δύναμη:
-         Πάω στοίχημα ότι έκατσες, έτσι;…
-         Καθόλου…
-         Και τι έκανες τότε δώδεκα μέρες, ρώτησε ο μεγαλύτερος.
-         Μη μου μιλάτε! Δώδεκα μέρες τώρα χορεύω! Αυτός ο Ριχάρδος είναι διαολεμένος άνθρωπος.
-         Αίσχος! Είστε κότες βρεγμένες, αναφώνησε τότε ο πιο μεγάλος κάνοντας μια κίνηση περιφρόνησης. Την άλλη φορά θα πάω εγώ να πάρω τη Ριχάρδαινα, και τότε θα δούμε αν θα μου βγει από πάνω αυτός ο παλιοτσαγκάρης.


Les trois diables
Paul Stevens

© Μετάφραση από τα Γαλλικά τού Κεμπέκ:
Δημήτρης Αναγνωστόπουλος
Peinture
Rivière Athabaska, montagnes Rocheuses
William George Richardson Hind
Vers 1863, 19e siècle
22.6 x 31.3 cm
Don de Mr. David Ross McCord
M469
© Musée McCord

Οι τρεις διαβόλοι (Τρίτο μέρος)



Τίποτα στον κόσμο δε μας τρομάζει περισσότερο από τον χρόνο, κι όμως κυλάει γρηγορότερα από καθετί.
Σε έναν χρόνο και μιαν ημέρα, ο διάβολος που δεν είχε ξεχάσει καθόλου τη γυναίκα του τσαγκάρη, πήγε μεμιάς στο σπίτι του Ριχάρδου. Για δες, είπε ο φουκαράς μόλις τον είδε, να κι ένα καινούργιο πρόσωπο
-         Ποιος είσαι εσύ;… ρώτησε με έναν κάπως απότομο τόνο τον επισκέπτη που αλώνιζε, άνετος, το δωμάτιο από τη μια μεριά στην άλλη, λες κι είχε γίνει ξαφνικά εκείνος ο κύρης του σπιτιού.
-         Είμαι ο διάβολος, αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς να σταματήσει το σεργιάνι του.
-         Και τι θέλεις εδώ;…
-         Ήρθα να πάρω τη γυναίκα σου.
-         Α, ήρθες να πάρεις τη γυναίκα μου. Πάρ’ τη… Θα μου κάνεις μεγάλη εξυπηρέτηση! Εμπρός… Για την ώρα, είναι ξαπλωμένη. Δεν μπορεί, η δύστυχή! Ένα χρόνο τώρα, δεν ξεμέθυσε ούτε μια ωρίτσα,… μα κάθισε λιγάκι.
Ο διάβολος, δίχως πολλά παρακάλια, έκατσε πάνω στο σκαμνί που σας έλεγα προηγουμένως.
Με το που έκατσε καλά-καλά, ο Ριχάρδος είπε στον διάβολο:
-         Ορίστε… Η γυναίκα μου είναι αυτή που βήχει. Δε θ’ αργήσει να σηκωθεί. Άντε λοιπόν να την πάρεις…
Όμως, παρόλο που ο διάβολος έκανε πρωτοφανείς προσπάθειες να ξανασταθεί όρθιος, παρόλο που πάλευε σα να ‘χε πέσει στον αγιασμό, παρέμενε καρφωμένος πάνω στο σκαμνί.
Ο Ριχάρδος, βλέποντας τις συσπάσεις και τους φριχτούς μορφασμούς του καταραμένου, γελούσε πίσω απ’ τα γένια του, ενώ η γυναίκα του, με μισάνοιχτη την πόρτα του δωματίου της, φώναζε στον άντρα της με φωνή βραχνή και γεμάτη λυγμούς:
-         Κράτα τον καλά, Ριχάρδε! Κράτα τον καλά, άντρα μου! Κράτα τον όπως του πρέπει… Μην τον αφήσεις, καλέ μου αντρούλη!… Σε βεβαιώνω ότι δε θα ξαναπιώ.
Ο Ριχάρδος κράτησε έτσι καθιστό τον διάβολο για εννέα μέρες.
Στο τέλος, ο ταλαίπωρος είχε τρανταχτεί τόσο πολύ που δεν του μένανε πια πισινά. Ηττημένος από τον πόνο, λέει στον Ριχάρδο:
-         Κοίτα, αν με ελευθερώσεις, θα σου αφήσω και πάλι τη γυναίκα σου για έναν χρόνο και μιαν ημέρα.
-         Καλώς, λέει ο Ριχάρδος, σήκω. Καλό ταξίδι και χαρά μου να μη σε ξαναδώ.


*
*    *


Πρέπει να ξέρετε, αγαπητοί μου αναγνώστες, ότι ο διάβολος που είχε αγοράσει την ψυχή της Ριχάρδαινας είχε δύο αδερφούς. Τα δυο του αδέρφια μαζί μ’ εκείνον μάς κάνουν τρεις: τρία αδέρφια ή τρεις διαβόλοι, όπως επιθυμείτε.
            Με το που γύρισε στην κόλαση, κουτσαίνοντας από τον πόνο που είχε (ξέρετε εσείς πού), τα δυο του αδέρφια άλλο δεν είχαν από το να τον ρωτήσουν τι έκανε τόσον πολύ καιρό που έλειπε.
-         Τι έκανα… αποκρίθηκε θλιβερά ο διάβολος, από τότε που έφυγα έμεινα καθισμένος πάνω σ’ ένα σκαμνί, και βάλθηκε να διηγείται με κάθε λεπτομέρεια την αξιοθρήνητη περιήγησή του.
-         Δεν είναι τίποτα, αδερφούλη, είπε τότε ο ένας από τους δυο διαβόλους, άντε να γιάνεις. Δε μας λείπουν οι γιατροί εδώ πέρα. Την επόμενη φορά θα πάω εγώ να πάρω τη Ριχάρδαινα, στον λόγο της διαβολικής μου τιμής! Να ‘σαι βέβαιος ότι δε θα μου γλιτώσει.  



Les trois diables
Paul Stevens

© Μετάφραση από τα Γαλλικά τού Κεμπέκ:
Δημήτρης Αναγνωστόπουλος
Photo credits
Dessin - esquisse
Intérieur d'une écurie
John Henry Walker (1831-1899)
1850-1885, 19e siècle
15 x 16 cm
M991X.5.463
© Musée McCord

Οι τρεις διαβόλοι (Δεύτερο μέρος)


Δυο μέρες αφότου η μπεκρού ξεπουλήθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο, ψυχή και σώμα, ένας φτωχός πέρασε μπροστά από την πόρτα του Ριχάρδου και ζήτησε ελεημοσύνη. Καθισμένος στο σκαμνί του και ενώ σφυροκοπούσε με όλη του τη δύναμη κάποια ψίδια, ο μάστρο-Ριχάρδος δεν πρόσεξε την παρουσία του.
-         Ελέησέ με, σε παρακαλώ, αδερφέ μου!... επανέλαβε ο ζητιάνος.
-         Δεν έχω τίποτα να σου δώσω, φτωχέ μου άνθρωπε, και να ‘σαι σίγουρος, με πονάει πολύ που δεν μπορώ να σε βοηθήσω, είπε ο Ριχάρδος σκουπίζοντας ένα δάκρυ με την άκρη της δερμάτινης ποδιάς του. Μάρτυς μου ο Θεός, το καλύτερό μου θα ήταν να συμπαραστέκομαι στους φτωχούς, μα δυστυχώς δε βλέπω ποτέ δεκάρα μπροστά μου. Όσα βγάζω, τα πίνει η γυναίκα μου. Έχει τριάντα χρόνια τώρα που κρατάει ετούτη η δουλειά, και μονάχα ο διάβολος ξέρει πότε είναι να σταματήσει, γιατί έφτασα να πιστεύω πως είναι μαγεμένη.
Με τα λόγια ετούτα, συνέβη κάτι παράξενο στη συμπεριφορά του φτωχού, σαν κάπως να μεταμορφώθηκε.
-         Έχεις καλή καρδιά, είπε στον μάστρο-Ριχάρδο, κι έριξε στον τσαγκάρη ένα βλέμμα βαθιάς ευσπλαχνίας. Ε λοιπόν, θα ήθελα να ανταμείψω τις καλές σου προθέσεις για λόγου μου. Τι μπορώ να κάνω για ‘σένα; Τι θέλεις;… Τι επιθυμείς;… Μίλα, ό,τι ζητήσεις θα το ‘χεις, σου το υπόσχομαι.
Ο μάστρο-Ριχάρδος, έκπληκτος από τα λόγια ετούτα, κοιτούσε τον συνομιλητή του με σάστισμα και σεβασμό συνάμα, χωρίς να ξέρει τι να σκεφτεί.
-         Λοιπόν, μίλα, γενναίε μου. Ορίστε, για να σε διευκολύνω, σου δίνω προκαταβολικά τρεις ευχές. Σου μένει μονάχα η δυσκολία της επιλογής.
Ο τσαγκάρης, ωστόσο, συνέχιζε να μένει σιωπηλός κι έδειχνε να δέχεται με δυσπιστία την εκπληκτική αυτή πρόταση. Προφανώς πίστευε πως είχε μπροστά του κάποιον μάγο από εκείνους που περνούν πού και πού στην ύπαιθρο.
-         Είναι πολύ σίγουρο αυτό που μου λες;… ρώτησε τελικά ο μάστρο-Ριχάρδος τονίζοντας την κάθε συλλαβή και κοιτάζοντας επίμονα τον ζητιάνο, σα να ήθελε να διαβάσει ως τα βάθη της καρδιάς του.
-         Όσο σίγουρο είναι ότι υπάρχει ένας Θεός στον ουρανό κι ότι εσύ είσαι εκεί, πάνω στο σκαμνί σου, μάστρο-Ριχάρδο.
-         Τότε, συνέχισε με τόνο αποφασιστικό ο φουκαράς, αφού θέλεις να είσαι τόσο καλός μαζί μου, - αν και δε σε έχω ξαναδεί ούτε σ’ έχω γνωρίσει ποτέ μου, - εύχομαι να αποκτήσω ένα σκαμνί που όσοι θα έρχονται να κάτσουν πάνω του να μην μπορούν να σηκωθούν παρά μόνο αν το θελήσω εγώ.
-         Με το ένα, λέει ο ζητιάνος, ιδού το σκαμνί.
-         Θα ήθελα επίσης ένα βιολί, κι όσο εγώ θα παίζω το βιολί, όσοι το ακούν, θα χορεύουν θέλοντας και μη.
-         Με το δύο, κάνει ο ζητιάνος, ιδού το βιολί, μάστρο-Ριχάρδο, με το δοξάρι του και με ανταλλακτικές χορδές.
-         Θα ήθελα ακόμη ένα σακί, κι ό,τι είναι να μπει μες στο σακί, να μην βγει παρά μόνο όταν μου κάνει εμένα κέφι.
-         Με το τρία, λέει ο ζητιάνος, ιδού και το σακί. Τώρα, ο Θεός να σ’ έχει καλά, κι έχε γεια, μάστρο-Ριχάρδο.



Les trois diables
Paul Stevens

© Μετάφραση από τα Γαλλικά τού Κεμπέκ:
Δημήτρης Αναγνωστόπουλος

Gravure
La nouvelle façon : 300 paires par jour, 1880
John Henry Walker (1831-1899)
1880, 19e siècle
Encre sur papier - Gravure sur bois
10 x 6 cm
Don de Mr. David Ross McCord
M930.50.5.142
© Musée McCord

Οι τρεις διαβόλοι (Πρώτο μέρος)



















Τέλος καλό, όλα καλά


Ήταν μια φορά ένας τσαγκάρης που τον έλεγαν Ριχάρδο, αν και δεν ήταν πλούσιος, κάθε άλλο μάλιστα. Αν βάφτιζε ο ίδιος τον εαυτό του, πιθανώς θα του έδινε κάποιο άλλο όνομα, μα όπως γνωρίζετε, αγαπητοί μου αναγνώστες, όσο κύριοι του μέλλοντος είμαστε άλλο τόσο είμαστε και κύριοι του ονόματός μας. Λίγο συνετοί να είμαστε μονάχα, και τα δεχόμαστε και τα δυο όπως έρθουν, και ζούμε ευχαριστημένοι.
            Κι η αλήθεια είναι, εδώ που τα λέμε, πως όνομα και άτομο δεν ταιριάζουν πάντα. Θυμάμαι γνώρισα κάποτε έναν κύριο που άκουγε στο όνομα Μορφονιός και, το δίχως άλλο, ήταν μακράν ο πιο φριχτός κακομοίρης που γνώρισε ποτέ η γη˙ και σχεδόν κάθε μέρα βλέπω να περνάει ένας άλλος κύριος ονόματι Κουτσοχέρης ο οποίος ωστόσο διαθέτει δυο χέρια που θα μπορούσαν με το παραπάνω ν’ αντικαταστήσουν τούς έλικες ενός ανεμόμυλου.
            Ας επιστρέψουμε όμως στον Ριχάρδο. Αν ήταν απολύτως απαραίτητο, ευχαρίστως θα σας σκιαγραφούσα το πορτρέτο του, όμως επειδή αυτό θα τραβούσε σε μάκρος την ιστορία μου, θα αρκεστώ να σας πω ότι δεν ήταν ούτε πολύ ψηλός, ούτε πολύ κοντός˙ ούτε πολύ παχύς, ούτε αδύνατος, κάπου στη μέση˙ ούτε όμορφος, ούτε άσχημος. Ήταν, με μια λέξη, ένας άνθρωπος σαν τους πολλούς. Την ηλικία του δεν τη γνώριζε με ακρίβεια, θα μπορούσε ωστόσο να σας την πει με μια απόκλιση δέκα χρόνων, και τον καιρό που ξεκινάει η αφήγησή μας, ο Ριχάρδος ο γενναίος έμπαινε στα πενήντα.
            Δεν υπήρχε, σε απόσταση δέκα λεύγες, μάστορας που να δούλευε πιο σκληρά και να έκανε καλύτερη δουλειά από τον φουκαρά τον Ριχάρδο, που σηκωνόταν το ξημέρωμα και κοπανούσε σόλες ή περνούσε γαζί ως το ηλιοβασίλεμα, και σχεδόν ούτε που καθόταν να φάει. Μολαταύτα, παρέμενε φτωχός, και φτωχός σαν τον Ιώβ.
            Παραξενευτήκατε, έτσι δεν είναι, αναγνώστες μου; Λίγη υπομονή παρακαλώ, και σε λιγάκι θα σας φύγει η απορία.
            Πρέπει να ξέρετε ότι ο φουκαράς ο Ριχάρδος είχε μια γυναίκα. Διόλου παράξενο, θα μου πείτε. Ένας τσαγκάρης στα πενήντα έχει σίγουρα κάθε δικαίωμα να έχει γυναίκα. Κι αυτό δεν εξηγεί καθόλου γιατί ο φουκαράς ο Ριχάρδος παρέμενε φτωχός σαν τον Ιώβ.
-         Μήπως το σπίτι του ήταν γεμάτο παιδιά κι εγγόνια;
-         Ποτέ του δεν έκανε από δαύτα.
-         Άρα οι πελάτες του δεν τον πλήρωναν και τόσο καλά!
-         Ούτε αυτό ασφαλώς, όσοι ποδένονταν στον μάστρο-Ριχάρδο τον πλήρωναν σα βασιλιά.
-         Μα εφόσον δεν είχε παιδιά, και τον πλήρωναν όλοι σα βασιλιά, έπρεπε να ζει άνετα ο φουκαράς. Ή μήπως δεν είχε και πολλή δουλειά τον περισσότερο καιρό;
-         Συγγνώμη, προ ολίγου είπα ότι δούλευε κάθε μέρα, εξόν τις Κυριακές και τις γιορτές, από το πρωί ως το βράδυ – οχτώ ώρες το χειμώνα, δεκατρείς και δεκατέσσερις το καλοκαίρι. Και να ‘χε δουλέψει όμως, και να ‘χε βγάλει τα δεκαπλάσια, ο καημένος ο Ριχάρδος έμενε πάντα χωρίς δεκάρα, γιατί είχε τη δυστυχία να έχει γυναίκα που πίνει.
Ένα δολάριο να έβγαζε, η γυναίκα του διψούσε για δύο. Τούτο το δύστυχο το πλάσμα έπινε σαν τις τρύπες του σφουγγαριού. Στην περιοχή μάλιστα, την ήξεραν με το διόλου κολακευτικό παρατσούκλι: η «μπεκρού».
Παρόλο που ο Ριχάρδος έκρυβε τις εισπράξεις του, η γυναίκα του σκάλιζε και την παραμικρή γωνιά του σπιτιού και στο τέλος έβρισκε την κρυψώνα, και δε χρειάζεται να σας πω πως οι παράδες τού φουκαρά δεν πήγαιναν στο παγκάρι της εκκλησίας.
Κάποτε όμως, η γριά κουράστηκε να πρέπει πάντα να ψάχνει για τα λεφτά που επέμενε να κρύβει ο άντρας της, και μια μέρα τής πέρασε απ’ το μυαλό μια διαβολεμένη ιδέα, - είναι απίστευτη η ευκολία των μπεκρήδων να καταστρώνουν πάντα άσχημα σχέδια, - έβαλε με τον νου της να καλέσει τον διάβολο!... Αναγνώστες μου, ένα ρητό λέει: «Όταν μιλάς για τον διάβολο, εκείνος φανερώνει τα κέρατά του», κι αυτό είναι αλήθεια. Δεν πρόλαβε η Ριχάρδαινα να τον καλέσει, εκείνος εμφανίστηκε.
-         Τι με θέλεις, καλή μου γυναίκα, τη ρώτησε με την πιο γλυκιά φωνή του. Για την ψυχή σου, θα έκανα οτιδήποτε.
-         Να, απάντησε η μπεκρού ανάμεσα σε δύο λόξυγκες, αν μου δώσεις αρκετά λεφτά ώστε να μπορώ να πίνω κάθε μέρα, για έναν χρόνο όσο ρούμι θέλω, θα σου δώσω την ψυχή μου.
-         Μπράβο, τώρα μιλάς σωστά, συνέχισε ο διάβολος καγχάζοντας και τράβηξε από την τσέπη του ένα πουγκί γεμάτο χρυσάφι. Πάρε, γενναία μου γυναίκα, πάρε και πιες όπως σου πρέπει, κι απ’ το καλύτερο… μα να θυμάσαι πως, σε έναν χρόνο και μιαν ημέρα, θα μου ανήκεις. Καλό σου βράδυ!...
Κι ο διάβολος χάθηκε.





Les trois diables
Paul Stevens

(Contes populaires, 1867,
παρουσιάστηκε αρχικά στο
L’Écho du cabinet de lecture paroissial,
1η Σεπτεμβρίου 1862)

Les meilleurs contes fantastiques québécois du XIXe siècle,
Éditions Fides, 2001.


© Μετάφραση από τα Γαλλικά τού Κεμπέκ:
Δημήτρης Αναγνωστόπουλος


Photo credits
Dessin - esquisse
Le conteur d'histoires
John Henry Walker (1831-1899)
vers 1855, 19e siècle
Mine de plomb sur papier
23.2 x 33.8 cm
M991X.5.801
© Musée McCord

οι σκιές μας


σμίξαμε ξανά για λίγο
ύστερα από καιρό,
κι είχαν τόσα πολλά
να θυμηθούνε οι σκιές μας


S P O i L E R !


Καμιά φορά το αυτονόητο
            είναι μπροστά στα μάτια σου,
                     κι εσύ απλά δεν το βλέπεις...



                                    Η ζωή...

                            είναι ωραία, φίλε μου!

-αρκεί να μη σ' τη φάει το ποντίκι-


Uncool





I'm not cool.

That's okay...

I'm fine with my obsessions


because

I don't think it makes me any less intelligent.



...είπε κάποτε κάποια Stéphanie Verge,
κι εγώ συμφώνησα τόσο πολύ μαζί της...


Photo credits

Grande Raccordo

    Περιφερειακός Δακτύλιος
 

Τα μαγαζιά είναι ακόμα κλειστά και μού αρέσει να διαβάζω τα κακογραμμένα κι ανορθόγραφα συνθήματα που διακρίνονται πάνω στα ρολά. Πολλά σχολιάζουν αθλητικά γεγονότα που βράζουν, φωτιά και λάβρα, από μεροληψία, άλλα φιλοσοφούν πάνω στον έρωτα και καμιά φορά μεταβάλλονται καθώς προχωράει ο δρόμος και η ώρα.

Έτσι, για παράδειγμα, μού έτυχε να κατασκοπεύσω την πικρή ιστορία με τον Ψύλλο και την Ψιψίνα˙ τα πρώτα παθιάσματα, τα παινέματα, τους όρκους, τις πρώτες διαφωνίες, τους καβγάδες. Αυτά τα παιδιάστικα ονόματα με έκαναν να χαμογελώ, μού κάνανε πιο ευχάριστη τη διαδρομή, ή έστω λιγότερο κοπιαστική.

Σκεφτόμουν πως κι εμένα θα μού άρεσε να αποκαλώ Ψιψίνα τη γυναίκα μου˙ κι αν αυτό δε συμβαίνει, είναι από αμηχανία, γιατί οι κρόταφοί μου έχουν πια αραιώσει και ο χρόνος φεύγει ολοταχώς.

Όταν διάβασα πάνω στο τελευταίο ρολό τού δρόμου πως η Ψιψίνα αγαπάει τον Ταυρομάχο, ενοχλήθηκα, κι από τότε, κάθε φορά που φτάνω σ’ εκείνο το σημείο, πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάζει πάντα ίσια μπροστά.

Πολύ συχνά υπάρχουν και ζωγραφισμένα ανδρικά όργανα που στάζουν, μοναχικά, σαν τους άνδρες και τις γυναίκες που αυτήν την ώρα ξεχύνονται στο φως τής ημέρας μέσα από τις κοιλιές των σπιτιών.




Marco Lodoli, Grande Raccordo, Bompiani, 2000. 
(Απόσπασμα) 


Ιστορίες μέσα απ' το καλειδοσκόπιο. Σύγχρονα ιταλικά διηγήματα. Μετάφραση από τους φοιτητές τού Διαπανεπιστημιακού Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μετάφραση – Μεταφρασεολογία» τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Επιμέλεια: Φανή Καζαντζή, 
εκδ. Περίπλους & Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2005.