Οι τρεις διαβόλοι (Πρώτο μέρος)



















Τέλος καλό, όλα καλά


Ήταν μια φορά ένας τσαγκάρης που τον έλεγαν Ριχάρδο, αν και δεν ήταν πλούσιος, κάθε άλλο μάλιστα. Αν βάφτιζε ο ίδιος τον εαυτό του, πιθανώς θα του έδινε κάποιο άλλο όνομα, μα όπως γνωρίζετε, αγαπητοί μου αναγνώστες, όσο κύριοι του μέλλοντος είμαστε άλλο τόσο είμαστε και κύριοι του ονόματός μας. Λίγο συνετοί να είμαστε μονάχα, και τα δεχόμαστε και τα δυο όπως έρθουν, και ζούμε ευχαριστημένοι.
            Κι η αλήθεια είναι, εδώ που τα λέμε, πως όνομα και άτομο δεν ταιριάζουν πάντα. Θυμάμαι γνώρισα κάποτε έναν κύριο που άκουγε στο όνομα Μορφονιός και, το δίχως άλλο, ήταν μακράν ο πιο φριχτός κακομοίρης που γνώρισε ποτέ η γη˙ και σχεδόν κάθε μέρα βλέπω να περνάει ένας άλλος κύριος ονόματι Κουτσοχέρης ο οποίος ωστόσο διαθέτει δυο χέρια που θα μπορούσαν με το παραπάνω ν’ αντικαταστήσουν τούς έλικες ενός ανεμόμυλου.
            Ας επιστρέψουμε όμως στον Ριχάρδο. Αν ήταν απολύτως απαραίτητο, ευχαρίστως θα σας σκιαγραφούσα το πορτρέτο του, όμως επειδή αυτό θα τραβούσε σε μάκρος την ιστορία μου, θα αρκεστώ να σας πω ότι δεν ήταν ούτε πολύ ψηλός, ούτε πολύ κοντός˙ ούτε πολύ παχύς, ούτε αδύνατος, κάπου στη μέση˙ ούτε όμορφος, ούτε άσχημος. Ήταν, με μια λέξη, ένας άνθρωπος σαν τους πολλούς. Την ηλικία του δεν τη γνώριζε με ακρίβεια, θα μπορούσε ωστόσο να σας την πει με μια απόκλιση δέκα χρόνων, και τον καιρό που ξεκινάει η αφήγησή μας, ο Ριχάρδος ο γενναίος έμπαινε στα πενήντα.
            Δεν υπήρχε, σε απόσταση δέκα λεύγες, μάστορας που να δούλευε πιο σκληρά και να έκανε καλύτερη δουλειά από τον φουκαρά τον Ριχάρδο, που σηκωνόταν το ξημέρωμα και κοπανούσε σόλες ή περνούσε γαζί ως το ηλιοβασίλεμα, και σχεδόν ούτε που καθόταν να φάει. Μολαταύτα, παρέμενε φτωχός, και φτωχός σαν τον Ιώβ.
            Παραξενευτήκατε, έτσι δεν είναι, αναγνώστες μου; Λίγη υπομονή παρακαλώ, και σε λιγάκι θα σας φύγει η απορία.
            Πρέπει να ξέρετε ότι ο φουκαράς ο Ριχάρδος είχε μια γυναίκα. Διόλου παράξενο, θα μου πείτε. Ένας τσαγκάρης στα πενήντα έχει σίγουρα κάθε δικαίωμα να έχει γυναίκα. Κι αυτό δεν εξηγεί καθόλου γιατί ο φουκαράς ο Ριχάρδος παρέμενε φτωχός σαν τον Ιώβ.
-         Μήπως το σπίτι του ήταν γεμάτο παιδιά κι εγγόνια;
-         Ποτέ του δεν έκανε από δαύτα.
-         Άρα οι πελάτες του δεν τον πλήρωναν και τόσο καλά!
-         Ούτε αυτό ασφαλώς, όσοι ποδένονταν στον μάστρο-Ριχάρδο τον πλήρωναν σα βασιλιά.
-         Μα εφόσον δεν είχε παιδιά, και τον πλήρωναν όλοι σα βασιλιά, έπρεπε να ζει άνετα ο φουκαράς. Ή μήπως δεν είχε και πολλή δουλειά τον περισσότερο καιρό;
-         Συγγνώμη, προ ολίγου είπα ότι δούλευε κάθε μέρα, εξόν τις Κυριακές και τις γιορτές, από το πρωί ως το βράδυ – οχτώ ώρες το χειμώνα, δεκατρείς και δεκατέσσερις το καλοκαίρι. Και να ‘χε δουλέψει όμως, και να ‘χε βγάλει τα δεκαπλάσια, ο καημένος ο Ριχάρδος έμενε πάντα χωρίς δεκάρα, γιατί είχε τη δυστυχία να έχει γυναίκα που πίνει.
Ένα δολάριο να έβγαζε, η γυναίκα του διψούσε για δύο. Τούτο το δύστυχο το πλάσμα έπινε σαν τις τρύπες του σφουγγαριού. Στην περιοχή μάλιστα, την ήξεραν με το διόλου κολακευτικό παρατσούκλι: η «μπεκρού».
Παρόλο που ο Ριχάρδος έκρυβε τις εισπράξεις του, η γυναίκα του σκάλιζε και την παραμικρή γωνιά του σπιτιού και στο τέλος έβρισκε την κρυψώνα, και δε χρειάζεται να σας πω πως οι παράδες τού φουκαρά δεν πήγαιναν στο παγκάρι της εκκλησίας.
Κάποτε όμως, η γριά κουράστηκε να πρέπει πάντα να ψάχνει για τα λεφτά που επέμενε να κρύβει ο άντρας της, και μια μέρα τής πέρασε απ’ το μυαλό μια διαβολεμένη ιδέα, - είναι απίστευτη η ευκολία των μπεκρήδων να καταστρώνουν πάντα άσχημα σχέδια, - έβαλε με τον νου της να καλέσει τον διάβολο!... Αναγνώστες μου, ένα ρητό λέει: «Όταν μιλάς για τον διάβολο, εκείνος φανερώνει τα κέρατά του», κι αυτό είναι αλήθεια. Δεν πρόλαβε η Ριχάρδαινα να τον καλέσει, εκείνος εμφανίστηκε.
-         Τι με θέλεις, καλή μου γυναίκα, τη ρώτησε με την πιο γλυκιά φωνή του. Για την ψυχή σου, θα έκανα οτιδήποτε.
-         Να, απάντησε η μπεκρού ανάμεσα σε δύο λόξυγκες, αν μου δώσεις αρκετά λεφτά ώστε να μπορώ να πίνω κάθε μέρα, για έναν χρόνο όσο ρούμι θέλω, θα σου δώσω την ψυχή μου.
-         Μπράβο, τώρα μιλάς σωστά, συνέχισε ο διάβολος καγχάζοντας και τράβηξε από την τσέπη του ένα πουγκί γεμάτο χρυσάφι. Πάρε, γενναία μου γυναίκα, πάρε και πιες όπως σου πρέπει, κι απ’ το καλύτερο… μα να θυμάσαι πως, σε έναν χρόνο και μιαν ημέρα, θα μου ανήκεις. Καλό σου βράδυ!...
Κι ο διάβολος χάθηκε.





Les trois diables
Paul Stevens

(Contes populaires, 1867,
παρουσιάστηκε αρχικά στο
L’Écho du cabinet de lecture paroissial,
1η Σεπτεμβρίου 1862)

Les meilleurs contes fantastiques québécois du XIXe siècle,
Éditions Fides, 2001.


© Μετάφραση από τα Γαλλικά τού Κεμπέκ:
Δημήτρης Αναγνωστόπουλος


Photo credits
Dessin - esquisse
Le conteur d'histoires
John Henry Walker (1831-1899)
vers 1855, 19e siècle
Mine de plomb sur papier
23.2 x 33.8 cm
M991X.5.801
© Musée McCord

2 σχόλια:

Prisoned Soul είπε...

Σπουδαία ιστορία φαίνεται και μπράβο στο μεταφραστή.
Περιμένω τη συνέχεια.

marios104 είπε...

...ανυπομονώντας για τη συνέχεια. Καλή δουλειά :-)