Οι τρεις διαβόλοι (Πέμπτο μέρος)























Σε ένα χρόνο και μιαν ημέρα, ο μεγαλύτερος διάβολος φτάνει με τη σειρά του στον τσαγκάρη.
-         Για δες, κι άλλο  καινούργιο πρόσωπο, έκανε ο Ριχάρδος. Ποιος είσαι εσύ;
-         Είμαι ο διάβολος.
-         Τι θέλεις;
-         Ήρθα να πάρω τη γυναίκα σου.
-         Χαίρομαι. Έχει πάει να πιει κάτι δυνατό. Σε λίγο που θα γυρίσει, το μόνο που θα ‘χεις να κάνεις είναι να την κουβαλήσεις. Μα κάθισε λιγάκι.
-         Όχι, δε θα καθίσω.
-         Σου αρέσει η μουσική; Θέλεις να σου παίξω έναν σκοπό στο βιολί;…
-         Σου το απαγορεύω. Πήγαινε να μου φέρεις τη γυναίκα σου, μόνο αυτό σου ζητάω.
-         Μια στιγμή, λέει ο Ριχάρδος παίρνοντας το σακί που γνωρίζετε, θα σου τη φέρω μέσα σ’ αυτό το σακούλι αν μου κάνεις μια χάρη.
-         Τι! Τι χάρη, ρώτησε ο διάβολος.
-         Ε να, συνέχισε ο Ριχάρδος, δε λένε πως ο διάβολος είναι πανούργος;…
-         Ε και;
-         Λένε πως μπορεί να μεταμορφώνεται σε ό,τι θέλει… και όποτε θέλει…
-         Αλήθεια, επιβεβαίωσε κορδωτός ο διάβολος.
-         Εγώ δεν πιστεύω τίποτα, συνέχισε ο Ριχάρδος, και είμαι περίεργος να το δω. Θα μεταμορφωθείς λοιπόν σε κάτι για λίγο;
-         Σε λιοντάρι;…
-         Όχι… γιατί μπορεί και να με πνίξεις έτσι. Γίνε ένα μικρό ζώο για να μπορώ να σε χαϊδέψω. Γίνε ποντικός, για παράδειγμα.
-         Στάσου, κοίτα καλά, να με... κι ο διάβολος μεταμφιέστηκε σε ποντικό. Μα ώσπου να πεις κύμινο, ο Ριχάρδος τον βουτάει, τον πετάει μέσα στον σάκο, σφιχτοδένει τον σάκο, τον ρίχνει στον ώμο και περνάει την πόρτα. Έτσι φορτωμένος, πηγαίνει κατευθείαν στον σιδερά.  
-         Έχεις δουλειά, πατριώτη;
-         Όχι.
-         Ο βοηθός σου έχει;
-         Όχι.
-         Μια χαρά λοιπόν, σας φέρνω εγώ δουλειά για ένα δεκαπενθήμερο, είπε ο Ριχάρδος κι ακούμπησε το σακί του στο αμόνι, κι εκεί πάνω ο διάβολος σπαρταρούσε όσο μπορούσε. Θα πάρετε κι οι δυο τα πιο βαριά σφυριά σας και θα μου χτυπήσετε τούτο το σακί ώσπου να γίνει επίπεδο σαν ένα φύλλο χαρτί. Κοιτάτε να χτυπάτε δυνατά.
Να σου λοιπόν ο σιδεράς με τον βοηθό του που παίρνουν θέση ο ένας αντίκρυ στον άλλον και χτυπούν πάνω στο αμόνι με όλες τους τις δυνάμεις.
Μπιμ! Μπαμ! Μπουμ! Ο διάβολος πεταγόταν και τα σφυριά παίρνανε φωτιά.
Οι δύο άντρες σφυροκοπούσαν έτσι για δεκαπέντε μέρες. Στο τέλος της δέκατης πέμπτης μέρας, μόλις έπεφτε η νύχτα, ο διάβολος με τα κόκαλά του όλα σπασμένα λέει στον Ριχάρδο:
-         Αν με ελευθερώσεις, εγκαταλείπω κάθε δικαίωμά μου πάνω στη γυναίκα σου. Αν είναι καταραμένη, πάντα δικιά μας θα ‘ναι. Αν κερδίσει τη σωτηρία, τόσο το καλύτερο για εκείνη. 
-         Αυτό μου κάνει, απάντησε ο Ριχάρδος ανοίγοντας το σακί, κι ο διάβολος εξαφανίστηκε σαν αερικό.


Les trois diables
Paul Stevens

© Μετάφραση από τα Γαλλικά τού Κεμπέκ:
Δημήτρης Αναγνωστόπουλος
Dessin - esquisse
Chasseur de cerf
John Henry Walker (1831-1899)
1850-1885, 19e siècle
17.6 x 13.5 cm
M991X.5.779
© Musée McCord

Δεν υπάρχουν σχόλια: