Ο άδειος φοριαμός




Στιγμή μοναχική, με το κλειδί στην πόρτα. Τελετουργικό εξαγνισμού. Η απέκδυση μιας προσωπικότητας και η ανάκτηση μιας άλλης. Σαν τον κλόουν που ξεβάφεται στο καμαρίνι, για να αποκαλύψει στο τέλος το πραγματικό του πρόσωπο. Έτσι κι εγώ τώρα, μέσα στο δωματιάκι που πέρασα τόσα και τόσα βράδια τούς τελευταίους μήνες, βγάζω από πάνω μου πρώτα το χιτώνιο, ύστερα το φανελάκι, μετά τα άρβυλα και το παντελόνι. Ξεκλειδώνω το λουκετάκι τού φοριαμού, και τραβάω την πόρτα αργά-αργά, έτσι για ν’ ακουστεί τελευταία φορά το γνώριμο μεταλλικό τρίξιμο. Κατεβάζω την κρεμάστρα με τα ρούχα τού πριν, τα χρωματιστά, και με μεθοδικότητα τα ντύνομαι ένα-ένα. Φροντίζω να επιλέξω το κατάλληλο κασκόλ, και βάζω πάντα στο τέλος λίγο από το άρωμά μου το ιδιωτικό, γιατί αυτό είναι που εδραιώνει τελικά την παρουσία μου. Αν κάτι μένει πίσω μου εξάλλου, είναι αυτό... Αέρας. 

Πιο άδειος από ποτέ ο φοριαμός μου. Μίζερος, θα ‘λεγες. Κρεμάστρες μόνες. Παρέδωσα ήδη, πριν από κάποιες ώρες, το κράνος και την εξάρτισή μου. Έφυγαν κι αυτά. Είχα καιρό άλλωστε να τα χρησιμοποιήσω, αφού από τότε που τελείωσε η εμπλοκή, δεν είχα πατήσει το πόδι μου σε αναφορά ή φρουρά τού Λόχου, και η δουλειά στο Υπασπιστήριο δεν απαιτούσε ευτυχώς τέτοια αξεσουάρ. Γέμιζαν, όμως, πολύ όμορφα τον φοριαμό μου όπως τα είχα τακτοποιημένα. Περιέργως όμως, όταν τα μάζευα σε μια σακούλα για να τα επιστρέψω, αισθανόμουν σα να κρατώ στα χέρια μου κειμήλια ενός άλλου. Σα να μην ήμουν εγώ αυτός που τα έζησε. Φαντάσου, εγώ που τόσο δένομαι με τα αντικείμενά μου. Και ξαφνικά μια ανόητη περηφάνια μέθυσε το βλέμμα μου. Μια απ’ αυτές που έχουν όσοι δεν ξέρουν πώς είναι τα πράγματα και πώς γίνονται. Και συλλογίστηκα τον γιο μου, και τον θαύμασα προκαταβολικά. Τα κατάφερε, ο μπαγασάκος, είπα μέσα μου. Την πάλεψε τελικά. Να μάθω άλλη φορά να τον εμπιστεύομαι περισσότερο. 

Είδες, παραλίγο να ξεχαστώ. Πριν βάλω στο βαλιτσάκι μου την παραλλαγή, πρέπει να φροντίσω για το κατόπιν. Να διασφαλίσω τη συνέχεια. Βγάζω λοιπόν από την τσέπη τού χιτωνίου τον μικρό χαλκά με τα κλειδιά. Πρέπει να παραδώσω το κλειδί τού φοριαμού στα χέρια τού επόμενου, όπως ακριβώς μού παραδόθηκε κι εμένα από τα χέρια τού προηγούμενου. Λέω να παίξω, όμως, ένα τελευταίο παιχνίδι στην ανάγκη μου για νοσταλγία. Λέω εκείνες τις φωτογραφίες μου που έχω κολλήσει από τη μέσα μεριά τής πόρτας να μην τις ξεκολλήσω. Πού ξέρεις, μπορεί κάποτε να γυρίσω για κάποιον λόγο, και να τις βρω πάλι εκεί, απείραχτες. Κι αν έχει περάσει πολύς καιρός, μόνο το χαρτί θα ‘χει λιγάκι κιτρινίσει.... Ε, κι αν μού ‘χουν ζωγραφίσει μουστάκια και γυαλιά οι επόμενοι, τι πειράζει!

Δεν υπάρχουν σχόλια: