Η πομπή



Τρίτη, 23 Μαρτίου 2010. Μεσημέρι. Στο μεγάλο γραφείο τού Υπασπιστηρίου, μπροστά από τη μαύρη οθόνη τού υπολογιστή που με λέξεις λευκές κι αργόσυρτες μού υπενθυμίζει:

«Να κρατιέσαι σ’ ένα αντίο δε λέει πολλά. Δεν κρατιέσαι στην παρουσία έτσι, αλλά στη στιγμή τής αποχώρησης. / Elizabeth Bibesco».

Ηρεμία. Ο Στρατηγός, κάπου εκτός. Ο Λοχαγός, άρρωστος στο σπίτι εδώ και μέρες. Οι δύο νεούληδες έφυγαν πριν από λίγο. Ο μαλακάκος μου πήγε για λίγο στο κουζινάκι να φτιάξει καφέ. Εκείνος έχει υπηρεσία σήμερα. Κι εγώ πρέπει να φύγω σε λίγο. Έχω την τελευταία μου έξοδο. Σε λίγο. Τώρα αφαιρούμαι. Παραδίνομαι, σχεδόν ηδονικά και μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα, στη θάλασσα που ανοίγεται στο βάθος μπροστά μου, έξω από το παράθυρο. Και στην όχι και τόσο μακρινή ανάμνηση παραδίνομαι των αμέτρητων νυχτών μου ως σκοπός Διοικητηρίου. Τότε που για να μη με πάρει ο ύπνος πάνω στο τραπεζάκι τού σκοπού, έβγαινα για λίγο έξω από το Διοικητήριο, τεντωνόμουν ηγεμονικά μέσα στη σκοτεινή μοναξιά μου, και δεχόμουν κατά πρόσωπο το αλμυρό νυχτερινό αεράκι. Ονειρευόμουν Ελευθερία τότε. Ήταν κι αυτή η μουρμουριστή ροή από μικρά πολύχρωμα φωτάκια που κατέκλυζαν τη Βάρης-Κορωπίου. Μπορούσα να τα διακρίνω καθαρά στο βάθος, πίσω από την περίφραξη. Ονειρευόμουν Ζωή τότε. Κι έπειτα, ήρεμα-ήρεμα επέστρεφα πίσω στο τραπεζάκι τού σκοπού.

Η μεσημεριάτικη ονειροπόλησή μου δεν άργησε να πάρει ρυθμό:
«Εν-δυο, εν-δυο... Ψηλά το χέρι, κακομαθημένοι!».
Είναι οι πρόβες των Ευέλπιδων για την παρέλαση τής 25ης. Παρελαύνουν τώρα σε παράταξη, πίσω από το τζάμι μου, κάτω στο δρομάκι τής Σχολής. Μικρά παιδιά εκείνοι. Όπως κι εγώ κάποτε. Που μπορεί να μη συμμερίζομαι τα όνειρά τους, αλλά έχουν... Όπως κι εγώ κάποτε. Κι από την εν κινήσει πομπή των Ευέλπιδων κάτω στον δρόμο, μεταβαίνω με ένα κινηματογραφικό fade-to-white σ’ άλλες ηλιόλουστες μέρες, μάλλον στατικές και κάπως ξεθωριασμένες πια στη μνήμη μου. Πάω πίσω στις μέρες μου τού Αυγούστου. Ίδια ακούγονται μες στο μυαλό μου τα παραγγέλματα μ’ εκείνα τώρα κάτω στον δρόμο. Ξανατυλίγω την μπομπίνα, κι απ’ την αρχή προβάλλω μέσα μου στιγμιότυπα το ένα πλάι στο άλλο: Θήβα – Ρίζια – Κουφόβουνο – Βάρη. Ένα road movie απ’ αυτά που αγαπώ. Μια μεγάλη διαδρομή. Μια διαδρομή επιβεβλημένη που εξ αρχής καταλύει κάθε έννοια αυτοδιάθεσης. Αυτό είναι ο Στρατός για ‘μένα. Η εμπειρία τού στρατού όμως, ήταν άλλο. Και ήταν πρόσωπα και προσωπικότητες˙ εμπλουτιστικές διαφορετικότητες... Παιδιά αβέβαια, κι άλλα πάλι σίγουρα για το πού πηγαίνουν. Παιδιά μορφωμένα, φιλόδοξα, ακούραστα. Παιδιά άδεια, παραιτημένα. Άλλα, παιδιά παρατημένα. Άλλα αλάνια, σημαδεμένα. Παιδιά ευαίσθητα, κι άλλα πιο ευαίσθητα. Παιδιά που έψελναν, τα βράδια, μυστικές προσευχές. Fashion τυπάκια και καλογυμνασμένοι αθλητές που έμεναν κρυμμένοι κάτω από τη χακί ομοιομορφία. Παιδιά που έλεγαν, κι άλλα κάπως σιωπηλά. Παιδιά που την είχαν ακούσει, κι άλλα που χαιρόσουν να τ’ ακούς. Φιλαράκια που ήρθαν για να μείνουν, και κάποιοι απ’ τούς άλλους. Εκείνους που θλίβομαι να ονομάζω ‘αναλώσιμους’. Φίλους ‘μιας χρήσεως’ που γρήγορα τελειώνουν. Τα άτομα τής μιας στιγμής, τής μιας κουβέντας, τού ενός χαμόγελου. Οι πρόσκαιροι. Οι παροδικοί. Οι γοητευτικοί περαστικοί τής ζωή μας.

Συλλογή εικόνων και συναισθημάτων. Κι αλήθεια, πόσο τυχερός στάθηκα που πήρα τόσα! Όσα χρειαζόμουν για να στοκάρω κάποιες μικρές ρωγμές, τα κέρδισα. Ενστικτωδώς μαχόμενος, μέχρι το τέλος. Και γι’ αυτό, περήφανος αποχωρώ. Για όπλο είχα αυτή τη γαμημένη, απροσποίητη Αγάπη που αναβλύζει από το στέρνο μου. Γιατί τη νιώθω εκεί τη διαρροή, ποιος ξέρει; Σταθερή μου αγωνία: έδωσα τίποτα εκμεταλλεύσιμο σε κανέναν; Και γιατί έχω αυτή την έμμονη αξίωση να με θυμούνται;

Εν-δυο, εν-δυο, ακούω να πλησιάζουν συρόμενα τα βήματα τού Μάριου που έρχεται από το κουζινάκι. Μού τον ανήγγειλε εξάλλου, προπορευόμενη, η μυρωδιά τού ζεστού ελληνικού που κρατάει στα χέρια του.

- «Δε θα φύγεις εσύ, ρε man;»

- «Ναι, ρε παλικαράκι.
Σε λίγο...»


Δεν υπάρχουν σχόλια: