Οι τρεις διαβόλοι (Έκτο μέρος - ἐπιμύθιον)
























Μετά από λίγο καιρό, η γυναίκα του Ριχάρδου πέθανε.
            Κι αφού στη ζωή της ήταν μπεκρού, μόλις έφτασε στην πόρτα του παραδείσου, χρειάστηκε να κάνει μεταβολή και να πέσει στην κόλαση, κι εκεί οι διαβόλοι τη ζεμάτισαν όπως της άξιζε.
            Όταν με τη σειρά του πέθανε κι ο Ριχάρδος, πήγε να χτυπήσει την πόρτα του παραδείσου. Ο Άγιος Πέτρος, μόλις είδε τον τσαγκάρη να πλησιάζει, του είπε:
-         Εσύ δεν είσαι ο Ριχάρδος;
-         Ναι.
-         Εσύ δεν είχες μια γυναίκα που όσα έβγαζες τα έπινε;
-         Ναι.
-         Θυμάσαι εκείνον τον ζητιάνο που σου χάρισε τρεις ευχές να διαλέξεις;
-         Το θυμάμαι σαν εχτές, παρόλο που κύλησε πολύ νερό στον Άγιο Λαυρέντιο από τότε.
-         Ε λοιπόν, συνέχισε ο Άγιος Πέτρος, εκείνος ο ζητιάνος ήμουν εγώ, κι αφού δεν είχες μυαλό να ευχηθείς τον παράδεισο, άντε μια βόλτα απ’ την κόλαση τώρα.
-         Όπως σας αρέσει, είπε ο τσαγκάρης, υποκλίθηκε και αποχώρησε.
Μόλις έφτασε στην κόλαση, ο Ριχάρδος χτύπησε την πόρτα.
-         Ποιος είναι;…
-         Ο Ριχάρδος.
-         Ο Ριχάρδος ο τσαγκάρης!… αναφώνησαν οι διαβόλοι ενώ πύρωναν τη γυναίκα του.
-         Ναι… Ο Ριχάρδος ο τσαγκάρης…
-         Έχεις το σκαμνί σου;… ρώτησε ο πρώτος διάβολος.
-         Έχεις το βιολί σου;… Έχεις το σακί σου;… ρώτησαν οι δυο άλλοι.
-         Ναι, έχω και το σακί μου και το βιολί μου και το σκαμνί μου, απάντησε ο Ριχάρδος με απότομη φωνή.
-         Φεύγα τότε, καταραμένε! Φεύγα!... ούρλιαξαν οι τρεις διαβόλοι, κι ο Ριχάρδος πήρε ξανά τον δρόμο για τον παράδεισο.
 Όμως ο Άγιος Πέτρος, που προφανώς ήθελε να δοκιμάσει τον τσαγκάρη, δεν τον δέχτηκε και πάλι. Έτσι ο Ριχάρδος ξαναγύρισε να χτυπήσει την πόρτα της κόλασης.
-         Ποιος χτυπάει, ρώτησαν οι διαβόλοι.
-         Ο Ριχάρδος.
-         Δε σε θέλουμε… Φεύγα!
-         Με θέλετε, δε με θέλετε, φώναξε ο Ριχάρδος, την πόρτα θα την ανοίξετε. Νομίζετε θέλω να περάσω την αιωνιότητα στον δρόμο; Ανοίξτε είπα, κι αμέσως, αλλιώς θα το γκρεμίσω το μαγαζί και θα καθίσω τον έναν σας στο σκαμνί, τον άλλον θα τον χορέψω, και τον τρίτο θα τον σφυροκοπώ μέσα στο σακί μου εις τους αιώνας των αιώνων.
Οι τρεις διαβόλοι που γνώριζαν τον Ριχάρδο άνοιξαν τότε το παραπόρτι και βάλθηκαν να διαπραγματεύονται.
-         Τι θες για να μας αφήσεις ήσυχους;… είπαν και οι τρεις μαζί στον τσαγκάρη.
-         Θέλω την ψυχή της γυναίκας μου, απάντησε ο Ριχάρδος.
-         Την ψυχή της γυναίκας σου;… Αυτή δεν θα την πάρεις. Πέθανε μπεκρού. Σε όλη της τη ζωή ανήκε σ’ εμάς, και σ’ εμάς θα ανήκει μιαν αιωνιότητα. Για τους μπεκρήδες δεν έχει συγχώρεση ούτε στον Παράδεισο ούτε στην Κόλαση. Για αντάλλαγμα θα σου δώσουμε εκατό ψυχές. Άνοιξε το σακί σου: πάρε, τούτες είναι οι ψυχές μιας ντουζίνας εμπόρων που έκλεβαν στο ζύγι.
-         Ευχαριστώ, είπε ο Ριχάρδος κουνώντας το σακί του για να κάτσουν στον πάτο οι δώδεκα ψυχές.
-         Ορίστε τώρα δυο ντουζίνες ψυχές από δικηγόρους και από γιατρούς που σκοτώσανε τους ασθενείς τους κι από πάνω φάγανε χήρες και ορφανά. Ορίστε και μια αγκαλιά ψυχές που ανήκαν σε τοκογλύφους και σε ανθρώπους που πέθαναν χωρίς να ξοφλήσουν τα χρέη τους. Πόσες είναι αυτές;
-         Τριάντα, είπε ο Ριχάρδος. Είμαι στις εξήντα πέντε. Δώστε κι άλλες.
-         Πιάσε κι αυτές, είπαν οι διαβόλοι ρίχνοντας μες στο σακί ακόμη μια ντουζίνα. Είναι οι ψυχές δώδεκα νόμιμων πανδοχέων. Πόσες σου λείπουν για να τις κάνεις εκατό;
-         Είκοσι τρεις, απάντησε ο Ριχάρδος.
-         Εντάξει λοιπόν, κλείσαμε, μουρμούρισαν οι διαβόλοι φέρνοντας μιαν ακόμη φουρνιά. Είναι οι ψυχές είκοσι τριών αμαξάδων που η βλαστήμια δεν τους έλειψε ποτέ. Φεύγα τώρα… και μην ξαναγυρίσεις!
-         Τώρα χρειάζομαι την ψυχή της γυναίκας μου, επέμεινε ο Ριχάρδος.
-         Σου το είπαμε, αυτή δε θα την πάρεις.
-         Ώστε δε θέλετε να μου τη δώσετε; Ωραία λοιπόν, τότε θα μου χορέψετε σαν καλοί διαβόλοι που είστε… Και ο Ριχάρδος έκανε πως παίρνει το βιολί του.
-         Στάσου!... Ριχάρδε!... Στάσου!... φώναξαν μαζί κι οι τρεις διαβόλοι. Να τη η γυναίκα σου!... Να τη!... Και ο Ριχάρδος, ρίχνοντας το σακί στον ώμο, πήρε δρόμο σα να τον κυνηγούσε η κόλαση ολόκληρη.
Σαν έφτασε στην πόρτα του παράδεισου που ήταν μισάνοιχτη, ο Ριχάρδος δεν μπήκε καν στον κόπο να μιλήσει στον πορτιέρη. Με ένα σάλτο όρμηξε μέσα στον παράδεισο και κατρακύλησε μαζί με το φορτίο του.
Αν ζούμε καλά, αγαπητοί και καλοί μου αναγνώστες, θα έχουμε μια μέρα το προνόμιο και την ευτυχία να γνωρίσουμε εκεί ψηλά τον Ριχάρδο τον γενναίο, και έχω τη βαθιά πεποίθηση πως εκείνος θα σας διαβεβαιώσει απ’ άκρο σ’ άκρο για την ακρίβεια τούτης της εκπληκτικής και αληθινής ιστορίας που πολύ θα ήθελα να μπορώ να σας τη διηγηθώ καλύτερα, και κυρίως με τις αμίμητες κινήσεις που μονάχα ο φίλος μου ο Μπλανσάρ ξέρει το μυστικό τους.         



Les trois diables
Paul Stevens

© Μετάφραση από τα Γαλλικά τού Κεμπέκ:
Δημήτρης Αναγνωστόπουλος
Peinture
Canadiens des provinces d'en haut près de Montréal
George Heriot
1815, 19e siècle
19.8 x 11.7 cm
Don de Miss Alice M. S. Lighthall
M973.152.4
© Musée McCord 

2 σχόλια:

marios104 είπε...

Ελπίζω να έχεις ήδη σκεφτεί άλλη σειρά να ξεκινήσεις να δημοσιεύεις, είναι τόσο όμορφα αυτά τα διηγήματα που ξεφεύγουν από τα όρια του blog κι όμως είναι ωραίο να τα συναντάς εδώ, είναι τόσο ταιριαστά. Καλή συνέχεια σε ό,τι κάνεις.

Dimitris A. είπε...

Σ' ευχαριστώ πολύ, Μάριε, που με διαβάζεις.
Ό,τι και να γράφω.
Ίσως, την επόμενη φορά, να γράψω κάτι δικό μου.
Ίσως κάτι διαδραστικό.
Ποιος ξέρει...